Προτού ο σύγχρονος άνθρωπος εξαπλωθεί στην Ευρώπη και κυριαρχήσει στην πανίδα της, η ήπειρος μας διέθετε πανίδα μεγάλων θηλαστικών ασυγκρίτως πλουσιότερη από τη σημερινή. Μεγάλες αγέλες βοοειδών και ίππων περιπλανούνταν στις πεδιάδες, ενώ στα δάση ζούσαν ελαφοειδή και ελέφαντες. Μεγάλα σαρκοφάγα, όπως το λιοντάρι, η στικτή ύαινα και ο λύκος ήλεγχαν τους πληθυσμούς των φυτοφάγων.
Μάλιστα, θέσεις με απολιθωμένα οστά θηλαστικών έχουν εντοπιστεί στις φυσικές τομές που δημιουργεί ο Πηνειός στην Πεδιάδα της Λάρισας, διαβρώνοντας τις παλαιότερες αποθέσεις του. Σποραδικά ευρήματα αναφέρονται και από άλλα σημεία της κάτω κοιλάδας του ποταμού, όπως στην περιοχή Ροδιάς και στο δέλτα, όμως ο αριθμός τους είναι πολύ περιορισμένος. Η καλύτερα ερευνημένη και η πιο πλούσια σε απολιθώματα περιοχή της κοιλάδας του Πηνειού είναι το τμήμα δυτικά της Λάρισας, μέχρι τα Στενά του Καλαμακίου (Αμυγδαλιά), όπου συστηματικές έρευνες έχουν αποκαλύψει πολυάριθμα σκελετικά λείψανα ζώων του Ανωτέρου Πλειστοκαίνου, καθώς και ανθρωπογενή κατάλοιπα της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής (λίθινα τέχνεργα, όπως λεπίδες, φολίδες και πυρήνες εργαλείων).
Μέσα από την έκθεση καταδεικνύεται ότι ελέφαντες, ταύροι, ρινόκεροι, ιπποπόταμοι, άλογα, αίγαγροι αφθονούσαν πριν από 30-40 χιλιάδες χρόνια στις πεδιάδες και τα βουνά της Θεσσαλίας, προτού, δηλαδή, ο άνθρωπος κυριαρχήσει στην περιοχή. Γιγαντιαία προβοσκιδωτά που έφθαναν σε ύψος μέχρι τα 4,5 μέτρα, καμηλοπαρδάλεις, φοβεροί μαχαιρόδοντες με κοφτερά δόντια μήκους 20 εκατοστών, ρινόκεροι, ιπποπόταμοι, μεγαλόσωμες ύαινες και πίθηκοι είναι λίγα μόνο από τα ζώα που έζησαν διάσπαρτα στον ελληνικό χώρο μέχρι και πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια. Oι ανασκαφές των ειδικών επιστημόνων σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας φέρνουν στο φως απολιθώματα από σπάνια θηλαστικά που ζούσαν σε ένα φυσικό περιβάλλον που έπαψε προ πολλού να υπάρχει.
Στο υποτροπικό κλίμα που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα, με μέση θερμοκρασία 18 βαθμούς, υπήρχαν απέραντες εκτάσεις με πυκνή βλάστηση όπου οι θηριώδεις Εκεί όπου βρίσκεται σήμερα το Αιγαίο Πέλαγος υπήρχε μια ενιαία λωρίδα ξηράς, η Αιγηίδα μαστόδοντες που έμοιαζαν με τους σημερινούς ελέφαντες μπορούσαν να τρώνε καθημερινά ο καθένας τους 300 κιλά τροφής και να πίνουν 200 λίτρα νερού. Στις ανοικτές σαβάνες με τη χαμηλή βλάστηση ζούσαν καμηλοπαρδάλεις που έφθαναν σε ύψος τα 4 μέτρα. Υπήρχαν ακόμη πολλά είδη από αντιλόπες και γαζέλες αλλά και ο ουρανοπίθηκος που, όπως τονίζει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Γεώργιος Κουφός, «παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τους αυστραλοπιθήκους και τον άνθρωπο και θεωρείται ο πιθανότερος πρόγονός του».
Γύρω από λίμνες σύχναζαν μεγάλοι ιπποπόταμοι αλλά και οι δίκεροι, δηλαδή οι πρόγονοι των σημερινών ρινόκερων που έφεραν δύο κέρατα. Πολλά είδη ζώων προσέγγισαν τον ελλαδικό χώρο από διάφορα σημεία της Ευρώπης ενώ κάποια άλλα, όπως τα δεινοθήρια και τα υπόλοιπα προβοσκιδωτά, ήρθαν στη χώρα μας από τη Βόρεια Αφρική. Ήταν μια περίοδος στην ιστορία όπου το Αιγαίο Πέλαγος δεν υπήρχε, και η Μικρά Ασία με την Ελλάδα ήταν ενωμένες σε μια ενιαία χέρσο, την Αιγηίδα. Πριν από περίπου 19 εκατομμύρια χρόνια δημιουργήθηκε η πρώτη περιοδική σύνδεση μεταξύ της χερσαίας αυτής περιοχής με τη Βόρεια Αφρική και την Αραβική Χερσόνησο. Έτσι, πολλά είδη ζώων μπόρεσαν να μετακινηθούν από την Αφρική προς την Ευρώπη και την Ασία. Με το πέρασμα του χρόνου, τα ζώα αυτά εξαφανίστηκαν ή εξελίχθηκαν.
«Είτε λόγω του ανταγωνισμού είτε λόγω έλλειψης τροφής είτε εξαιτίας της αλλαγής του περιβάλλοντος όπου ζούσαν», όπως λέει στα «ΝΕΑ» η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο ΑΠΘ Ευαγγελία Τσουκαλά. Όμως τα απολιθωμένα τμήματα των οστών τους που διατηρήθηκαν όλους αυτούς τους αιώνες δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τον τρόπο που εξελίχθηκαν οι έμβιοι οργανισμοί, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε κάθε γωνιά της Γης. Οι φωτογραφίες των αναπαραστάσεων και των απολιθωμάτων παραχωρήθηκαν στα «ΝΕΑ» από τους παλαιοντολόγους του Αριστοτελείου, καθηγητή Γεώργιο Κουφό και αναπληρώτρια καθηγήτρια Ευαγγελία Τσουκαλά. Προέρχονται επίσης από το Μουσείο Απολιθωμένου Δάσους της Λέσβου και το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Αιγαίου στους Μυτιληνιούς της Σάμου.
μαχαιρόδοντες ζούσαν πριν από 3 εκατομμύρια χρόνια και οφείλουν την ονομασία τους στους ιδιαίτερα αναπτυγμένους κυνόδοντες της άνω γνάθου που έφθαναν ακόμη και τα 20 εκατοστά. Οι κυνόδοντες αυτοί αποτελούσαν ένα φοβερό εργαλείο για τη σύλληψη και τον τεμαχισμό των χορτοφάγων ζώων ακόμη και των γιγαντιαίων προβοσκιδωτών. Απολιθωμένα κρανία και κυνόδοντες από αυτά τα αιλουροειδή βρέθηκαν στο Πικέρμι και τη Βόρεια Ελλάδα. Το Δεινοθηριο ηταν από τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα του παρελθόντος που κατάγονται από τη Βόρεια Αφρική και αργότερα εξαπλώθηκαν στην Ευρώπη και την Ασία. Είχαν ύψος 4,5 μέτρα από τον ώμο ώς το έδαφος. Το κυριότερο χαρακτηριστικό των δεινοθηρίων, που τα διαφοροποιεί από όλα τα άλλα προβοσκιδωτά του παρελθόντος και παρόντος, είναι ότι οι χαυλιόδοντές τους βρίσκονταν στην κάτω γνάθο και ήταν κυρτωμένοι προς τα κάτω. Σε ένα απο τα σπήλαια της Αλμωπίας, στο όρος Βόρα στην Πέλλα, που βρίσκεται σε υψόμετρο 540, κατοικούσε πριν από 38.000 χρόνια η αρκούδα των σπηλαίων.
Το είδος αυτό ήταν άγνωστο μέχρι πρόσφατα στη χώρα μας καθώς δεν έχει καμία σχέση με την καφετιά αρκούδα που ζει σήμερα στην Πίνδο, στα βουνά της Μακεδονίας και στη Θράκη. Η αρκούδα των σπηλαίων είχε πολύ μεγάλο μέγεθος. Όταν σηκωνόταν όρθια το ύψος της ξεπερνούσε τα 2,5 μέτρα. Τα πόδια της ήταν κοντά και ογκώδη και το βάρος της μπορούσε να φθάσει τα 500 κιλά. Ιπποπόταμος Δίκερος. Ζούσε στην Ελλάδα πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια και τμήμα του απολιθωμένου ποδιού του βρέθηκε στην περιοχή Χιλιόδενδρα κοντά στο χωριό Καλαμωτό της Θεσσαλονίκης. Ο ρινόκερος αυτός έφερε δύο κέρατα και ζούσε σε ανοικτό περιβάλλον. Μπορεί να θεωρηθεί πρόγονος του σημερινού λευκού ρινόκερου. Έζησε στον ελληνικό χώρο πριν από 5 έως 10 εκατ. χρόνια και οι πληθυσμοί του ήταν διεσπαρμένοι σε μεγάλος μέρος του ελληνικού χώρου, καθώς απολιθώματα βρέθηκαν στο Πικέρμι Αττικής, την κοιλάδα Αξιού, το Βελεστίνο, τη Χαλκιδική, τη Σάμο και αλλού. Τα διάφορα είδη ρινόκερων ήταν κοινά θηλαστικά στην Ευρώπη, ήδη από την αρχή της εξέλιξης τους.
Κατά τη διάρκεια του Πλειστοκαίνου υπήρξαν τουλάχιστον τέσσερα είδη, τα οποία εντάσσονται στα γένη Stephanorhinus και Coelodonta. To γένος Stephanorhinus είναι στενός συγγενής του σημερινού δασόβιου ρινόκερου της Σουμάτρας Dicerorhinus sumatrensis. Στο Coelodonta ανήκει ο τριχωτός ρινόκερος που έζησε κατά τις παγετώδεις εποχές μαζί με τα μαμούθ. Οι πλειστοκαινικοί ρινόκεροι της Ευρώπης έφεραν δύο ρινικά κέρατα και ήταν μεσαίου-μεγάλου μεγέθους. Στην πανίδα του Πηνειού αντιπροσωπεύεται πιθανότατα μόνο το είδος Stephanorhinus hemitoechus, ένα είδος που ζούσε σε ανοιχτές εκτάσεις και αραιά δάση. Ο Stephanorhinus hemitoechus δεν ήταν ιδιαίτερα μεγαλόσωμος ρινόκερος: το ύψος του στους ώμους δεν ξεπερνούσε τα 1,40-1,60 m. Το βάρος του πρέπει να υπερέβαινε τον 1 τόνο.
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ : ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΣΚΛΗΡΟΣ ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ