Η Ανοπαία ατραπός ήταν δύσβατο μυστικό πέρασμα που κατέληγε σε πολύ μικρή απόσταση από το τρίτο στενό των Θερμοπυλών. Το 480 π.Χ. στην μάχη των Θερμοπυλών ο προδότης Εφιάλτης, έκανε γνωστή την ύπαρξή της στον Πέρση αυτοκράτορα Ξέρξη, με αποτέλεσμα τα περσικά στρατεύματα μέσω αυτού του μονοπατιού να καταλάβουν τα νώτα των Ελληνικών δυνάμεων. Για μένα είναι το μονοπάτι της προδοσίας και σκοπός μου με τις αναρτήσεις μου να ξυπνήσω και άλλους συντρόφους για να περιμένουμε τους βαρβάρους ξένους ή μη.
Παλαιοβυζαντινή – Βυζαντινή περίοδος (395 μ.Χ. – 1267 μ.Χ.)
Με την ονομασία “Κορυφώ”, “Κορφοί”, που στην δύση επικράτησε ως “Corfu”, αναπτύσσεται η μεσαιωνική Βυζαντινή πόλη, ακολουθώντας τις τύχες και τις αγωνίες του Βυζαντινού Κράτους ανά τους αιώνες, όντας αναπόσπαστο κομμάτι της Αυτοκρατορίας. Η χρήση της Ελληνικής γλώσσας στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος γίνεται η απαρχή για την δημιουργία συνείδησης διαφορετικής από την Ρωμαϊκή. Την Βυζαντινή παράδοση καθορίζει αργότερα η θρησκευτικότητα του ελληνορθόδοξου αισθήματος και πολιτισμού των κατοίκων του νησιού.
Η σταδιακή αποδυνάμωση του Βυζαντινού Κράτους και η παράλληλη ενίσχυση των δυνάμεων της Δύσης καθιστούν την Κέρκυρα αντικείμενο συνεχών διεκδικήσεων. Τα μεταβυζαντινά χρόνια οι Κερκυραίοι θα διαμορφώσουν τον ιδιότυπο πολιτισμό τους διατηρώντας την προσήλωση τους στην ορθοδοξία.
Η Κέρκυρα τμήμα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 395 μ.Χ.
Με την διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 395 μ.Χ. σε δύο τμήματα, ανατολικό και δυτικό, η Κέρκυρα περιέρχεται στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος και ακολουθεί την τύχη και τις περιπέτειες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1204, οπότε καταλύθηκε από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας.
Κατά τις αρχές του Μεσαίωνα στην αρχαία πόλη πλάι στα αρχαία τεμένη χτίζονται τα πρώτα ιερά της νέας θρησκείας. Οι ήρεμοι ρυθμοί της αρχαίας ζωής διακόπτονται το 455 μ.Χ. από τις Βανδαλικές επιδρομές. Μέχρι τον 11ο αιώνα Ούννοι, Βάνδαλοι, Γότθοι και Άραβες απειλούν και λεηλατούν την Κέρκυρα. Η αντίδραση της Κωνσταντινούπολης για το δυτικό αυτό όριο της αυτοκρατορίας δεν ήταν πάντα άμεση. Επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού το 534 μ.Χ. ο στρατηγός του Βυζαντίου Βελισσάριος ναυλοχεί στην Κέρκυρα πηγαίνοντας εκστρατεία στην Ιταλία.
Καθοριστικής σημασίας όμως για την μετέπειτα ζωή της πόλης υπήρξε η κατάληψη και λεηλασία του νησιού από τον βασιλιά των Ερούλων Γότθων Τοτίλα το 551 μ.Χ. Τότε ερειπώθηκε η Χερσούπολη και οι κάτοικοί της άρχισαν σταδιακά να την εγκαταλείπουν και δημιούργησαν μια άλλη, βορειότερα σε θέση εκ φύσεως πιο οχυρή, ανάμεσα στους βράχους της κοντινής δίκορφης χερσονήσου, η οποία σταδιακά οχυρώνεται και απ΄ όπου προέρχεται το μεσαιωνικό όνομα Κορυφώ ή Κορφοί.
Το λεγόμενο Αγγελόκαστρο, βυζαντινό κάστρο του 12ου αιώνα
Με την ονομασία «Κορυφώ», «Κορφοί», που στην δύση επικράτησε ως «Corfu», αναπτύχθηκε η μεσαιωνική πόλη, ακολουθώντας τις τύχες και τις αγωνίες του Bυζαντινού Kράτους ανά τους αιώνες.
Οι Βυζαντινοί και στη συνέχεια οι Δεσπότες της Ηπείρου και οι Aνδηγαυοί οχύρωσαν την ακρόπολη και τις κορυφές της, χτίζοντας δύο πύργους (τον πύργο της θάλασσας και τον Πύργο της Ξηράς).
Ο μεσαιωνικός οικισμός δεν διέφερε από τις τυπικές οχυρωμένες μικρές πόλεις της εποχής, με τα χαρακτηριστικά μορφολογικά στοιχεία των λεπτών τειχών, με επάλξεις που διακόπτονται από ψηλούς τετραγωνικούς και κυκλικούς πύργους. Παράλληλα με την οχυρωμένη μεσαιωνική πόλη, από το τέλος της Βυζαντινής περιόδου, διαμορφώθηκε στην αμέσως εκτός των τειχών περιοχή ένας μικρός, αλλά διαρκώς αναπτυσσόμενος οικισμός, το «εξωπόλι»(borgo).
Κατά το μοίρασμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε ‘θέματα’, αρχικά η Κέρκυρα συμπεριλήφθηκε στο ‘θέμα’ της Νικοπόλεως, αλλά από τον 8ο αιώνα αποτελεί επαρχία του ναυτικού ‘θέματος’ Κεφαλληνίας.
Κατά τα επόμενα χρόνια οι Σλάβοι πραγματοποιούν καταστροφικές επιδρομές. Η Κέρκυρα δέχθηκε τότε επανειλημμένες επιθέσεις σε μια εκ των οποίων το 933 μ.Χ. ο Μητροπολίτης Αρσένιος επικεφαλής της τοπικής Εκκλησίας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των εχθρών. Όταν το 953 μ.Χ. εκοιμήθη, η ανακήρυξή του σε Άγιο και προστάτη του νησιού φανερώνει τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισε η Κέρκυρα την εποχή αυτή.
Το Βυζαντινό όνομα Κορυφώ παρουσιάζεται για πρώτη φορά το 968 μ.Χ., όταν ο επίσκοπος Κρεμώνας Λιουτπράνδος έγραψε στην έκθεσή του: ‘ ad Coryphus parvenimus’ (φθάσαμε στην Κορυφώ). Κατά την εποχή αυτή, που στην Κωνσταντινούπολη βασιλεύει η Μακεδονική Δυναστεία, η Κέρκυρα απολαμβάνει συνθήκες σχετικής ασφάλειας. Αυτό προκύπτει από την κατασκευή εκτός των οχυρώσεων, στην Παλαιόπολη, του μνημειακού ναού των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου κατά τα τέλη του 10ου αιώνα.
Oι νορμανδικές επιθέσεις
Η ειρηνική αυτή εποχή λήγει οριστικά με την πρώτη εκδήλωση του δυτικού επεκτατισμού. Τέσσερις φορές σε διάστημα ενός αιώνα (1081 – 1185) οι Νορμανδοί του Ροβέρτου Γισκάρδου, κατακτητή της Νότια Ιταλίας, θα γίνουν κύριοι του νησιού, που αποκτά πλέον ιδιαίτερη σημασία για την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας. Σε μια από αυτές το 1147 μ.Χ. ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες και μόνο μετά από πολλές δυσκολίες το 1149 μ.Χ. κατάφερε να ανακαταλάβει την Κορυφώ, ‘πόλη οχυρωτάτη’ όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Άννα Κομνηνή. Μετά την αποχώρηση των Νορμανδών οι Αυτοκράτορες παραχώρησαν πολλά σημαντικά φορολογικά προνόμια στον κλήρο και τους κατοίκους του κάστρου (καστρινούς), αλλά ο δυτικός επεκτατισμός δεν επρόκειτο να αφήσει την Κέρκυρα σε ηρεμία.
Η 4η Σταυροφορία (1202 – 1204) αλλάζει ριζικά το σκηνικό στον ελληνικό χώρο, με την υποταγή του Βυζαντινού κράτους στους Φράγκους. Η Κέρκυρα περιήλθε στους Βενετούς (1207-1214), που διαίρεσαν το νησί σε 10 τιμάρια και τα παραχώρησαν σε Βενετούς ευγενείς, με την υποχρέωση καταβολής ετήσιου φόρου στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας και τη υποχρέωση συντήρησης των οχυρώσεων. Ταυτόχρονα δόθηκαν προνόμια στους Βενετούς εμπόρους του νησιού, κάποιες ελευθερίες στους κατοίκους, όπως και το δικαίωμα διατήρησης της ορθόδοξης θρησκείας, με την προϋπόθεση της πίστης τους στην Βενετία.
Δεσποτάτο της Ηπείρου
Το 1214 η Κέρκυρα αποσπάστηκε από τους Βενετούς και προσαρτήθηκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, ένα από τα τρία ανεξάρτητα μεταβυζαντινά κράτη (μαζί με τη Νίκαια και την Τραπεζούντα), στην κατοχή του οποίου παρέμεινε με την υποστήριξη των Κερκυραίων, λόγω της παροχής πολλών προνομίων (φορολογικές απαλλαγές, ανεξαρτησία κλήρου, ενισχύσεις της οχύρωσης) και χωρίς σοβαρή απειλή από τους Βενετούς, οι οποίοι εξακολούθησαν να ασκούν το εμπόριο τους στις περιοχές αυτές. Οι καλύτερες ημέρες για τους κατοίκους όμως δεν επρόκειτο να κρατήσουν για πολύ και το 1267 η Κέρκυρα περιήλθε στην κυριαρχία του ανδηγαβικού βασιλείου της Σικελίας (Κάρολος Α´d’Anjou, βασιλεύς της Νεαπόλεως και των δύο Σικελιών).
Η κυριαρχία των Ανδηγαβών (1267-1386)
Η περίοδος αυτή, που κράτησε πάνω από εκατό χρόνια, σηματοδοτήθηκε με διωγμούς και ταπείνωση για την ορθόδοξη εκκλησία, σε μια προσπάθεια βίαιης επιβολής του καθολικισμού, (κατάργηση του αξιώματος του Μητροπολίτη, μετατροπή των κυριοτέρων εκκλησιών σε καθολικές).
Παράλληλα, εγκαθιδρύθηκε νέα διοικητική οργάνωση του νησιού για να εξυπηρετηθεί ο φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής που επικρατούσε στην Ευρώπη.
Στο β΄ μισό του 14ου αιώνα το πολιτικοστρατιωτικό τοπίο στην ανατολική Μεσόγειο μοιάζει ζοφερό. Οι Ανδηγαυοί της Νότιας Ιταλίας, ευρισκόμενοι σε βαθιά δυναστική κρίση, δεν ενδιαφέρονται πλέον για την ανακατάληψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και έτσι η κατοχή της Κέρκυρας, που θα χρησίμευε ως βάση, δεν έχει πια ιδιαίτερο νόημα. Από τον παλιό Βαλκανικό και Βυζαντινό κόσμο η Κέρκυρα δεν μπορούσε πια να ελπίζει σε τίποτα. Στα Βαλκάνια έχει αρχίσει να απλώνεται η Οθωμανική καταιγίδα. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καταρρέει και αναζητά στηρίγματα στον Πάπα και τους Δυτικούς ηγεμόνες, που όμως έχουν εμπλακεί στον Εκατονταετή Πόλεμο.
Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σωθεί η Πόλη συνέρχεται το 1438 πρώτα στη Φερράρα και μετά στη Φλωρεντία η Σύνοδος που αποφασίζει την Ένωση των Εκκλησιών. Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος πηγαίνοντας για τη Σύνοδο αυτή μαζί με την εκλεκτή ακολουθία του (Μητροπολίτης Νικαίας Βησσαρίων, Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, Γεώργιος Σχολάριος, Μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος Ευγενικός), θα περάσει από την Κέρκυρα και θα εκκλησιαστεί στον Άγιο Αντώνιο, όπου θα χοροστατήσει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β΄.
Η μεγάλη περίοδος της Ενετοκρατίας (1386-1797)
Οι Κερκυραίοι αντιλαμβανόμενοι ότι δεν είχαν τίποτε πλέον να περιμένουν από το Βυζάντιο, αναζητώντας έναν ισχυρό προστάτη, στράφηκαν στη Βενετία. Η παραθαλάσσια ιταλική πόλη που από το πουθενά θα γινόταν θαλασσοκράτειρα εκτίμησε όσο κανείς άλλος τη σπουδαία θέση της Κέρκυρας. Η Σύγκλητος και το Μεγάλο Συμβούλιο της Βενετίας θεώρησε το νησί ως το κλειδί για τα θαλάσσια συμφέροντα της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, που είχε κάθε λόγο αλλά και τις δυνάμεις να ελέγχει τις διαδρομές Βενετία – Κωνσταντινούπολη.
Στα τέλη του 14ου αιώνα το μεγάλο ενδιαφέρον της Βενετίας για το νησί επιδιώκει και πετυχαίνει να δημιουργηθεί μια φιλοβενετική κίνηση στις τάξεις των αρχόντων, με αποτέλεσμα να αποσταλούν τον Μάϊο του 1386 πέντε εκλεγμένοι πληρεξούσιοι του Κερκυραϊκού Συμβουλίου στη Βενετία για να ζητήσουν την έγκριση της Συγκλήτου στην οικειοθελή υποταγή της Κέρκυρας και να δώσουν τον όρκο πίστης, υπό τον όρο να υπερασπίζεται αιωνίως την πόλη και το νησί.
Οι Βενετικές δυνάμεις με επικεφαλής τον Ιωάννη Μιάνι, Καπιτάνο του Κόλπου, καταλαμβάνουν το νησί και η παραχώρηση του χρυσόβουλου τον Ιανουάριο του 1387 επιβεβαιώνει όλα τα προγενέστερα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί και ρυθμίζει τις σχέσεις του νησιού με την Γαληνοτάτη Δημοκρατία διασφαλίζοντας ως αντάλλαγμα την πιστότητα και την αφοσίωση των νέων υπηκόων στη μόνη δημοκρατία του καιρού της, όπως ήθελε να αυτοαποκαλείται η βενετική ολιγαρχία.
Αργότερα, το 1402, η Βενετική Σύγκλητος αγόρασε από το Βασίλειο της Νεαπόλεως αντί 30.000 χρυσών δουκάτων την Κέρκυρα, εδραιώνοντας και επίσημα την κατοχή του νησιού, που κράτησε 411 χρόνια, 11 μήνες και 11 μέρες.
Κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Ενετοκρατίας, που υπήρξε η μακροβιότερη ξένη κατοχή του νησιού, συντελέστηκαν σημαντικές αλλαγές σε όλους τους τομείς.
Οι τέσσερις αιώνες κατά τους οποίους η Κέρκυρα διοικήθηκε από την Βενετία, ύστερα από εκούσια αποδοχή ως ‘κυρίαρχου – προστάτη’, προσδιόρισαν κατά κύριο λόγο την ιδιαιτερότητα των χαρακτηριστικών του νησιού, εφόσον σε αντίθεση με τον υπόλοιπο ελληνικό χώρο, αυτό δε γνώρισε ποτέ των Οθωμανικό ζυγό. Οι Βενετοί παρέλαβαν ένα νησί με ισχυρή αριστοκρατία και φεουδαρχικό σύστημα τα οποία διατήρησαν και ισχυροποίησαν, αποδίδοντας τα ανώτερα αξιώματα σε ευγενείς Βενετούς με διετή θητεία και οργανώνοντας τοπικό σώμα ευγενών, με ένα αυστηρότατο σύστημα ελέγχου της εισόδου στην κλειστή αυτή τάξη (Libro d’oro). Συγκεντρωτισμός και αναγνώριση μιας σχετικής αυτονομίας, η οποία ουσιαστικά εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της αριστοκρατίας του τόπου, αποτελούσαν τα βασικά χαρακτηριστικά της διοικητικής οργάνωσης των Βενετών.
Η μεγάλη σημασία που απέδιδαν στην γεωγραφική θέση της Κέρκυρας προορίζοντας την για πόλη – βάση Αδριατικής και της Ανατολικής Μεσογείου, του δρόμου προς την Ανατολή, στην ανάπτυξη του εμπορίου, είχε σαν αποτέλεσμα την υλοποίηση ενός σημαντικού μεγέθους εξελισσόμενου προγράμματος οχυρωματικών έργων, που θα την εξασφάλιζε από τις τουρκικές κυρίως επιθέσεις.
Αρκετά από τα σημαντικότερα ονόματα αρχιτεκτόνων ή και μηχανικών της οχυρωματικής τέχνης που διέθετε στην υπηρεσία της η Γαληνοτάτη, μετακλήθηκαν στην Κέρκυρα για το σκοπό αυτό και μεταφέροντας εμπειρίες από την οχύρωση των ιταλικών πόλεων, μετέτρεψαν την πόλη σε ένα απέραντο εργοτάξιο, ισοπεδώθηκαν βουνά, ανοίχτηκαν λιμάνια, κατασκευάστηκαν ναύσταθμοι, υψώθηκαν τείχη και φρούρια, αποδεικνύοντας το θρίαμβο της τέχνης πάνω στη φύση.
Σαν αντάλλαγμα για την ασφάλεια που προσέφεραν οι Βενετοί απαιτούσαν από τους κατοίκους αυστηρή υπακοή. Αντίθετα, κατανόηση και ανοχή χαρακτηρίζουν τη στάση της Γαληνοτάτης απέναντι στην ορθόδοξη εκκλησία, λόγω κυρίως της τάσης της να ανεξαρτητοποιηθεί από τον Πάπα. Τα οικονομικά οφέλη της Βενετίας από την Κέρκυρα προέρχονται κυρίως από την φορολογία, τον έλεγχο του διαμετακομιστικού εμπορίου, την ενοικίαση δημοσίων κτημάτων, το μονοπώλιο του άλατος και σε μεγάλο βαθμό από την ελαιοκαλλιέργεια που πριμοδοτήθηκε ιδιαίτερα.
Η περίοδος των τεσσάρων αιώνων δεν ήταν ειρηνική για την Κέρκυρα. Μία πρώτη επίθεση της Γένοβας, που δεν είχε ποτέ παραιτηθεί από τις βλέψεις της στο νησί, το 1403 και μια δεύτερη το 1431, ερήμωσαν τα χωριά της υπαίθρου, η πόλη εκτός φρουρίου πυρπολήθηκε αλλά το οχυρωμένο χωριό τους απώθησε.
Οι πολλαπλές απόπειρες των Τούρκων να καταλάβουν την πόλη, 1431, 1537, 1571, 1573, 1716, παρά το ότι όλες ήταν ανεπιτυχείς, είχαν φοβερές καταστροφικές συνέπειες για τους εκτός φρουρίου κατοίκους της πόλης, αλλά και για όλα τα χωριά της υπαίθρου, με εκτεταμένες σφαγές, αιχμαλωσίες, πυρπολήσεις. Η σοβαρή μείωση του πληθυσμού εξ’ αιτίας των επιδρομών, που επιδεινώθηκε από δύο εκτεταμένες επιδημίες πανούκλας (1629 και 1673) αντιμετωπίστηκε από την Βενετία με μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών από άλλες περιοχές, την Κωνσταντινούπολη, την Ήπειρο, το Ναύπλιο, την Κρήτη.
Ακόμη, σοβαρές εσωτερικές ταραχές συγκλόνισαν την Κέρκυρα κατά τον 17ο αιώνα και ήταν αιτία αφενός μεν για χιλιάδες θύματα, αλλά και για τη γενικότερη οικονομική και αμυντική αποδυνάμωση του νησιού. Μία πρώτη αναταραχή το 1610, που ακολούθησε την άρνηση των χωρικών να καταβάλουν τα μερίδια τους από την παραγωγή, οδήγησε σε πραγματική επανάσταση το 1640, που αναζωπυρώθηκε το1642 και 1652, τις οποίες κατέστειλε η Βενετική Διοίκηση, καλώντας δυνάμεις στρατού από τη Βενετία.