Η Οδύσσεια, όπως και η Ιλιάδα, του Ομήρου, είναι δύο Έπη που έχουν πολυσυζητηθεί από διανοούμενους, ερασιτέχνες, σημαντικούς ερευνητές και απλούς καθημερινούς ανθρώπους. Οι λόγοι είναι πάρα πολλοί, ίσως, περισσότεροι από όλους τους στίχους και των δύο αυτών υπέρλαμπρων κειμένων.
Ντάντε Αλιγκιέρι: “Θεία Κωμωδία” Α’ Κόλαση- Άσμα 26
Mια περίεργη παράδοση, της οποίας η πηγή είναι άγνωστη και τη χρησιμοποιεί ο Δάντης στη “Θεία Κωμωδία”, και μάλιστα τη διηγιέται ο ίδιος ο πολυπλάνητος Ιθακήσιος ήρωάς μας, ανατρέπει το μύθο για το νάστο του Οδυσσέα.
Σύμφωνα μ’ αυτήν ο Οδυσσέας δε γύρισε ποτέ στην Ιθάκη, αλλά από το νησί της Κίρκης, πλέοντας δυτικά, βγαίνει έξω από τις Ηράκλειες στήλες.
Προχωρώντας προς τ’ αριστερά, περνά τον Ισημερινό και βλέπει όλο το νότιο ουρανό.
Ύστερα από πέντε μήνες φθάνει σ’ ένα πολύ ψηλό βουνό και σε μια νέα γή!
Αμέσως όμως σηκώνεται σίφουνας που στριφογυρίζει τρεις φορές το πλοίο και το βουλιάζει. Εκεί και πνίγονται όλοι.
Στο έργο του “Η Θεία Κωμωδία”, ο ποιητής φαντάζεται πως με το δάσκαλό του, τον ποιητή Βιργίλιο, βυθίζονται μέσα στη Γη και κατεβαίνουν στην Κόλαση, στον Άδη.
Στον 8ο κύκλο, από τους εννιά της Κόλασης, συναντά τον Οδυσσέα και το Διομήδη, ενωμένους σε μια κοινή φλόγα, αφού η δυαδική τους δράση, δολοφονία του Θράκα Ρήσου, κλοπή Παλλάδιου, υπαγορεύει την ίδια τιμωρία, στον 8ο κύκλο, όπου τιμωρούνται, μεταξύ άλλων, και τα αμαρτήματα της απάτης και της κλοπής.
Η φωτιά είναι δίγλωσση και δείχνει την προσπάθειά τους να απαλλαγούν από τη συνύπαρξη, που τους ήταν εδώ φριχτότερο μαρτύριο:
ΔΑΝΤΗΣ: Ποιος είναι αυτός στη διχασμένη φλόγα
που εδώ χιμάει, κι απ’ την πυρά λες βγήκε
που μπήκε ο Ετεοκλής κι ο αδελφός του;
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ:” ……………..Εκεί μέσα μαρτυρούνε
μαζί κ’ οι δυο: Οδυσσέας και Διομήδης’
μαζί στον παιδεμό, όπως και στο κρίμα.
Και μέσα από τη φλόγα τους θρηνούνε
την μπαμπεσιά του αλόγου που ήταν πόρτα
να βγει το ένδοξο σπέρμα των Ρωμαίων.
Το δόλο κλαιν που τη Δηιδάμεια κάνει
να κλαίει, αν και νεκρή, τον Αχιλλέα’
μα και για το Παλλάδιο τιμωρούνται”.
Ο Δάντης θέλει να τους μιλήσει, μα ο Βιργίλιος τον σταματά:
ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ: ¨Το νου σου όμως, το στόμα να κρατήσεις.
Άσε να τους μιλήσω εγώ που ξέρω
τι επιθυμείς, σαν Έλληνες που υπήρξαν,
μπορεί τα λόγια σου να τ’ αψηφήσουν”.
Ο ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ κάνει την ερώτηση:
“Ω, εσείς, που ‘σαστε δυο σε μια φλόγα,
……………………………………………………
Μη φεύγετε, μα ας ιστορήσει ο ένας,
πώς πέθανε σαν έχασε το δρόμο”.
Κι ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ αρχίζει και διηγείται:
«Από την Κίρκη ξέφυγα στη Γαέτα,*
που πιο πολύ από χρόνο με κρατούσε,
προτού έτσι την ονοματίσει ο Αινείας.
Ούτε του γιου μου η γλύκα, ούτ’ η συμπόνια
του γέρου μου γονιού, κ’ η δίκια αγάπη
που θα ‘δινε χαρά στην Πηνελόπη,
δεν μπόρεσαν τη δίψα αυτή να σβήσουν
που μ’ έκαιγε στον κόσμο να γνωρίσω
τα πάθη και τις αρετές του ανθρώπου:
Και στο ανοιχτό το πέλαγος εβγήκα
μ’ ένα καράβι μόνο, και τη λίγη
εκείνη συντροφιά που δε με αρνήθη.
Είδα τους δυο γυαλούς στην Ισπανία,
και το Μαρόκο και τη Σαρδηνία,
και τα νησιά που η θάλασσα αυτή λούζει.
Εγώ κ’ οι σύντροφοί μου, αργοί και γέροι,
στο στενωπό όταν φθάσαμε κανάλι
που στύλωσε ο Ηρακλής τα σύνορά του,
άνθρωπος να μη βγει από κει και πέρα,
στα δεξιά είχα αφήσει τη Σεβίλλια
κι αριστερα μ’ άφησε κιόλα η Σέτα.*
¨Αδέρφια”, κράζω, “από εκατό χιλιάδες
κινδύνους που ήρθατε ως εδώ στη δύση,
σ’ αυτό το λίγο ακόμα που μας μένει
διάστημα ζωής, μην αρνηθείτε
το δρόμο του ήλιου κι όπου μια εμπειρία,
κόσμου χωρίς ανθρώπους, μας προσμένει!
Το ευγενικό σας σπέρμα σεβαστείτε:
Να ζείτε δεν πλαστήκατε σαν κτήνη,
μα γνώση κι αρετή ν’ ακολουθάτε”.
Τόσο είχα ανάψει πόθο στους συντρόφους
μ’ αυτά τα λιγοστά μου λόγια, που ήταν
πολυς ο κόπος πια να τους κρατήσω.
Και στο λεβάντε στρέφοντας την πρύμνα,
τρελά έγιναν φτερούγια τα κουπιά μας
στ’ αριστερά μας πάντα προχωρώντας.
Τ’ αστέρια έβλεπα νύχτα του άλλου πόλου,
και τόσο χαμηλά ήταν ο δικός μας,
που δεν περνούσε του νερού τη στάφνη.
Πέντε άναψε φορές κι έσβησε τόσες
η γέμιση του φεγγαριού από τότε
που την ψηλή περάσαμε την πούντα,
όταν τετράψηλο βουνό μου εφάνη
να ορθώνεται μουντό απ’ το μάκρος τόσο,
που εγώ δεν ξαναντάμωσα ποτέ μου.
Μα η πρώτη μας χαρά γυρνάει σε θλίψη,
γιατί η καινούρια γη ύψωσε δρολάπι
και μας βαράει στου καραβιού τη μάσκα.
Ξυλάρμενους με τα νερά, τρεις μας γυρίζει
φορές, στην τέταρτη ανεβαίνει η πρύμνα,
κι ως θέλει Αυτός ψηλά, βουλιάζει η πλώρη’
Κι απάνω, εκλείστη η πόρτα του πελάγους”.
Φίλοι μου Μυθολόγοι, κανείς πόθος ισχυρότερος, για τον ποιητή, απ’ αυτόν, να δεις και να γνωρίσεις τον κόσμο, ακόμα κι αν το πληρώσεις με την ίδια σου τη ζωή.
Η κατάκτηση της γνώσης αναγορεύεται σε ακατανίκητη έλξη, γίνεται ίμερος ασίγαστος, που καταβροχθίζει άλλες αγάπες, κατακτημένες, κατοχυρωμένες και επικυρωμένες, ακλόνητες κι αμετακίνητες στο γύρισμα και κύλισμα του χρόνου.
Τον επίλογο τον αφήνω στον Ν. Καζαντζάκη, που τον κέντρισε, όπως είπαμε, ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ του Οδυσσέα- 33333 στίχους γεννήθηκαν απ’ αυτό το κεντρί.
Σχολιάζει μοναδικά αυτή τη λογοτεχνική ανατροπή που έφερε ο Δάντης στην ομηρική παράδοση:
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ N.
«Πολλά σημαίνει, κι είναι τόλμημα εξίσου ριψοκίνδυνο με το τόλμημα του Οδυσσέα, το ό,τι ο Δάντης, κάτοχος και θαυμαστής των επών του Ομήρου, εν τούτοις αποφάσισε ν’ αγνοήσει τον μύθο και να τον αλλοιώσει σε τρόπο που ο Οδυσσέας ποτέ του δεν ξαναγύρισε στην Ιθάκη, έπνιξε όλα τα συναισθήματα του, ξέχασε όλα τα χρέη του, Λαέρτη, Πηνελόπη, Τηλέμαχο, Πατρίδα, βασίλειο, φλεγόμενος μόνο από την ακόρεστη δίψα του της εμπειρίας, αυτής που οδήγησε τον άνθρωπο, από την δημιουργία του, από το μυθικό μήλο, προς τα μεγάλα τα φώτα. Από το σκοτεινό και δεισιδαίμονα τιμωρό, στο Θεό του Φωτός”.
(1. Γαέτα: Γκαζέτα, την ονόμασε έτσι ο Αινείας από το όνομα της παραμάνας του, που πέθανε και την έθαψε εκεί. Είναι κοντά στη Νεάπολη της Ιταλίας.
2. Σέτα: Πόλη του Μαρόκου κοντά στο Γιβραλτάρ)
The Mythologists