Ο Αθηναϊκός στόλος στο απόγειό του κατά το 325-322 π.Χ.
Ο Αθηναϊκός στόλος στο απόγειό του κατά το 325-322 π.Χ.

Η  Αθήνα  δεν  αποτελούσε  μια  από  τις  παραδοσιακές  ναυτικές  δυνάμεις  της  Ελλάδας.  Ο  στόλος της  γύρω  στο  500  πΧ  ήταν  μάλλον  ασήμαντος  μπροστά  στους  ισχυρούς  στόλους  τριήρων  και  διήρων  της  Κορίνθου, της  Μιλήτου, της  Σάμου, της Αίγινας  και  άλλων  πόλεων, αποτελούμενος  από  50  απηρχαιωμένες  πεντηκοντόρους. 
Το  ναυτικό  της  είναι  σχετικά  νεότευκτο  αφού  ναυπηγήθηκε  χάρη  στη  επιμονή  του  Θεμιστοκλή,  στην  ουσία  λίγα  χρόνια  πριν  τη  μεγαλειώδη  νίκη  του  στη  Σαλαμίνα (480  πΧ) επί  του  στόλου  των  Αχαιμενιδών. 

Στο  μεγαλύτερο  μέρος  του  «χρυσού» 5ου  αιώνα πΧ,  ο  αθηναϊκός  στόλος  αποτελείτο  από  300  τριήρεις  από  τις  οποίες  επανδρώνονταν  συνήθως  οι  200,  ή  το  πολύ  250.  Ένα  μέρος  των  πληρωμάτων  δεν  ήταν  Αθηναίοι  ή  μέτοικοι  της  Αττικής,  αλλά  μισθοφόροι  και  σύμμαχοι  από  τις  διάφορες  ναυτικές  πόλεις  του  Αιγαίου.
Περί  το  500 πΧ 50  πεντηκόντοροι 
Ναυμαχία  Σαλαμίνας  480  πΧ  (μαζί  με  τους Αθηναίους  κληρούχους  στη  Χαλκίδα) 200 τριήρεις
468 πΧ 200 τριήρεις Μετά  την  αποτυχημένη εκστρατεία στην Αίγυπτο 200 τριήρεις
Αρχή Πελοποννησιακού  πολέμου (431 πΧ) 300 τριήρεις
Νικίειος  Ειρήνη (421 πΧ) 300 τριήρεις
Σικελική  καταστροφή (413 πΧ) 108 τριήρεις
Ναυμαχία  Αργινουσών (406 πΧ) 180 τριήρεις
Στους  Αιγός  Ποταμούς (405 πΧ)180 τριήρεις
Μετά  την  τελική  ήττα  της  Αθήνας (404  πΧ)12   τριήρεις
370  πΧ100 τριήρεις
Περί  το  350 πΧ 300 τριήρεις
325-3  πΧ 417  πολεμικά, τα  οποία  είναι : τριήρεις (360), τετρήρεις (50) και πεντήρεις (7).
Εκτός  από  αυτόν  τον  στόλο,  η  Αθήνα  είχε  υπό  τον  έλεγχο  της  και  τις 180  τριήρεις  των  ναυτικών  συμμάχων  της, ήτοι  της  Χίου,  Λέσβου  και  Σάμου.
Έτσι   το  σύνολο  των  τριήρων  που  διέθετε  έφθανε  τις  480.  Όταν  η  πόλη  της  Παλλάδας  νικήθηκε  τελικά  στον  Πελοποννησιακό  πόλεμο,  οι  Σπαρτιάτες  της  επέτρεψαν  να  διατηρήσει  μόνο  12  τριήρεις  ως  ακτοφυλακή  της  Αττικής,  έναντι  πειρατών  ή  άλλων  απειλών (404  πΧ).
Ίσως  πίστεψαν  ότι  έτσι  εξουδετέρωσαν  το  αθηναϊκό  ναυτικό,  όμως  έσφαλαν.  Η  θαλάσσια  δύναμη  της  Αθήνας  δεν  βρισκόταν  στα  σκάφη  του  στόλου  της.
Όπως  αποδείχθηκε, ακόμη  και  αν  τα  έχανε  κατά  εκατοντάδες,  τα  ναυπηγεία  του  Πειραιά  μπορούσαν  να  τα  αντικαταστήσουν.  Η  ναυτική  ισχύς  της  Αθήνας  βρισκόταν  στη  ναυτική  και  ναυπηγική  δεινότητα  των  ανδρών  της,  αλλά  και  στην  επιμονή  του  λαού  της.
Η  Αθήνα  ανένηψε  σταδιακά  από  τη  συμφορά  του  404,  και  περίπου  το  370  π.Χ.  είχε  πάλι  έναν  στόλο  100  τριήρων.
Εως  τα  μέσα  του  4ου  αι.,  αύξησε  αυτόν  τον  αριθμό  σε  300, φτάνοντας  έτσι  το  μέγεθος  που  είχε  ο  «εθνικός» στόλος  της  κατά  τον  5ο  αι.
Oι  Αθηναίοι  του  4ου  αιώνα  είναι  αποφασισμένοι  να  πρωταγωνιστήσουν  πάλι  στα  ελληνικά  πράγματα  και  γνωρίζουν  καλά  ότι  η  μόνη  οδός  για  αυτό,  είναι  εκείνη  της  θάλασσας. Έτσι  παρά  την  συντριβή  τους  από  τον  Φίλιππο  της  Μακεδονίας  στη  Χαιρώνεια (338  πΧ) και  τη  νέα  υποταγή  τους  στον  Μέγα  Αλέξανδρο (335), οι  Αθηναίοι  διατήρησαν  τον  υψηλό  ρυθμό  ναυπηγήσεων  καταρρίπτοντας  κάθε  προηγούμενο  «ρεκόρ»  τους.  Σε  αυτό  τους  έσπρωξε  η  απίστευτη  επιτυχία  του  Αλεξάνδρου  να  καταλύσει  την  Περσική  αυτοκρατορία  το  330  π.Χ.
Οι  Αθηναίοι  κατανόησαν  ότι  ένας  στόλος  300  πολεμικών  σκαφών  δεν  αρκούσε  πλέον  για  να  μπορέσουν  να συναγωνισθούν  το  νέα  Μακεδονία,  της  οποίας  τα  σύνορα  άγγιζαν  πλέον  τα  Ιμαλάια  (Ιμαον  Ορος).  Κύριος  υπεύθυνος  για  αυτό  το  νέο  αθηναϊκό  επίτευγμα,  ήταν  ο  Λυκούργος, ο «νέος  Θεμιστοκλής».
Ο  συγκεκριμένος  μεγάλος  και  εν  πολλοίς  λησμονημένος  Αθηναίος  ο  οποίος  είχε  ουσιαστικά  τον  έλεγχο  των  οικονομικών  της  πόλης  του  επί  τουλάχιστον  10  χρόνια,  μέχρι  τον  θάνατο  του  το  324  πΧ,  εφάρμοσε  ένα  μεγαλόπνοο  ανορθωτικό  πρόγραμμα  με  κύριο  σκοπό  την  ενίσχυση  της  οικονομίας  και  του  στόλου.
Ανήκοντας  στην  αντιμακεδονική  παράταξη  και  γνωρίζοντας  ότι η  ρήξη  με τον  Αλέξανδρο  ήταν  αναπόφευκτη,  ο  Λυκούργος  είχε  φροντίσει  ιδιαίτερα  για  την  ενίσχυση  των στρατιωτικών  δυνάμεων  της  Αθήνας.  Ανάμεσα  στα  άλλα  που  επιτεύχθηκαν  εκείνα  τα  χρόνια,  ήταν  και  η  περαιτέρω  ενίσχυση  του  στόλου  όχι  μόνο  αριθμητικά  αλλά  και  ποιοτικά.  Έτσι  στις  υπάρχουσες  τριήρεις  προστέθηκαν  δύο  νέοι  τύποι  πολεμικών  σκαφών,  οι  οποίοι  έμελε  σύντομα  να  κυριαρχήσουν  στα  πελάγη  της  Μεσογείου: η  τετρήρης  και  κυρίως  η  πεντήρης.
Οι  κατάλογοι  του  αθηναϊκού  στόλου  για  το  έτος  325/4  πΧ  περιλάμβαναν  σύμφωνα  με  επιγραφικές  μαρτυρίες  417  σκάφη: 360  τριηρεις,  50 τετρηρεις και  7 πεντηρεις.
Ο  αριθμός  αυτός  επιβεβαιώνεται  από  τους  372  νεωσοίκους  που  υπήρχαν  στα  λιμάνια  του  Πειραιά  αυτή  την  περίοδο.  Αν  προστεθούν  οι  νεώσοικοι  που  υπήρχαν  σε  άλλα  λιμάνια  της  Αττικής,  τότε  αυτοί  υπερβαίνουν  συνολικά τους  400.  Και  αν  προστεθούν  τα  πλοία  ακτοφυλακής  και  αποστολών  που  βρίσκονταν  εν  πλω, καταλήγουμε σε  έναν  αριθμό  περισσοτέρων  από  417  σκάφη.
Πρόκειται  για  το  απόγειο  του  αθηναϊκού  ναυτικού  και  όχι  μόνο  από  την  αριθμητική  άποψη.  Όπως  αναφέρθηκε  ο  νέος  στόλος  περιλάμβανε  τετρήρεις  και  πεντήρεις  που  δεν  είχαν  ξαναχρησιμοποιηθεί  από  την  Αθήνα.
Επιπλέον  οι  πολίτες  της  δεν  υστερούσαν  σε  ναυτικές  και  ναυπηγικές  ικανότητες,  συγκρινόμενοι  με  τους  προγόνους  τους  του  5ου  αιώνα  πΧ.
Βέβαια  και  πάλι  ο  αριθμός  των  σκαφών  που  μπορούσαν  πραγματικά  να  επανδρωθούν  ήταν  μικρότερος: υπήρχαν  αρκετά  πληρώματα  μόνο  για  200  από  τα  417  σκάφη.
Με  την  προσθήκη  μισθοφορικών  πληρωμάτων,  θα  μπορούσαν  να  επανδρωθούν  240-250  πλοία,  όπως  έγινε  κατά  την  έκρηξη  του  Λαμιακού  πολέμου  όταν  χρησιμοποιήθηκαν  τα  υπεξαιρεθέντα  χρήματα  του  Μακεδόνα  θησαυροφύλακα  Αττάλου,  για  την  πρόσληψη  πληρωμάτων. 
Συμπερασματικά,  το  απόγειο  του  αθηναϊκού  ναυτικού  δεν  σημειώθηκε  τον  5ο  αιώνα  πΧ, όπως  θεωρείται  ευρέως,  αλλά  μάλλον  κατά  τα  έτη  325-322 π.Χ.
Η  αναβάθμιση  του  ναυτικού  όπλου  δεν  αφορούσε  μόνο  τα  σκάφη. Ένα  μέρος  των  372  προαναφερόμενων  νεωσοίκων  του  Πειραιά  κατασκευάσθηκαν  τη  συγκεκριμένη  περίοδο,  για  να  αντεπεξέλθουν  στην  αριθμητική  αύξηση.
Επιπρόσθετα  αυτή  την  περίοδο  οικοδομήθηκε  η  περίφημη  Σκευοθήκη του  Φίλωνος  στο  λιμάνι  της  Ζέας,  για  τη  φύλαξη  των  εξαρτήσεων  των  πλοίων.
O  Λυκούργος  ήταν  σε  μεγάλο  βαθμό  εκείνος  ο  οποίος  επέτυχε  όλα  αυτά.  Με  την  ισχυροποίηση  του  στόλου, ο  μεγάλος  Αθηναίος  αναζωογόνησε  και  τον  Πειραιά.
Λόγω  αυτών  των  υπηρεσιών  του  μπορεί  να  συγκριθεί  με  τον  Θεμιστοκλή,  στον  οποίο  οφείλεται  η  δημιουργία  του  αθηναϊκού  ναυτικού  και  του  λιμένα  του  Πειραιά.
Ωστόσο, κατά  τον  Λαμιακό  πόλεμο  ο  οποίος  ακολούθησε (323/322  π.Χ.)  οι  Αθηναίοι  και  οι  περιορισμένοι  ναυτικοί  σύμμαχοι  τους  αντιμετώπισαν  τον  στόλο  των  Μακεδόνων (του  νεκρού  πλέον  Μεγάλου  Αλεξάνδρου), αποτελούμενο  από  πολεμικά  πλοία  Ελλαδιτών,  Φοινίκων,  Κυπρίων,  Κιλίκων  και  Φιλισταίων  συμμάχων  και  υποτελών  της  Μακεδονίας.
Ο  μακεδονικός  στόλος  περιελάμβανε  υψηλό  ποσοστό  τετρήρων  και  πεντήρων  (προερχόμενες  κυρίως  από  την  Ανατολική  Μεσόγειο),  οι  οποίες  ήταν  ισχυρότερες  από  τις  τριήρεις.  Αυτό  το  στοιχείο  φαίνεται  πως  έκρινε  το  τελικό  αποτέλεσμα  του  πολέμου.
Οι  Αθηναίοι  και  οι  σύμμαχοι  τους  αντιμετώπισαν  τον  στόλο  των  Μακεδόνων  υπό  τον  Λευκό  Κλείτο,  σε  μία  σειρά  από  ναυτικές  αναμετρήσεις, με  σημαντικότερη  τη  ναυμαχία  της  Αμοργού  κατά  την  οποία  ο  αθηναϊκός  στόλος  συνετρίβη (322  π.Χ.).  Μετά  το τέλος  του  πολέμου, περίπου  200-250  πολεμικά  σκάφη  της  Αθήνας (πιθανώς  μόνο  τριήρεις)  είχαν  μείνει στους  νεωσοίκους  της  Αττικής.  Αλλά  επρόκειτο  για  έναν «στόλο-φάντασμα»  αφού  δεν  υπήρχαν  πια  κωπηλάτες  για να  τον  κινήσουν,  μετά  την  εξορία  πάνω  από  12.000  Αθηναίων  (κυρίως  ναυτικών)  από  τον  νικητή  Μακεδόνα  στρατηγό  Αντίπατρο, και  φυσικά  λόγω  των  μεγάλων  απωλειών  κατά  τον  πολεμο.
Τα  πλοία  αυτά  αφέθηκαν  να  σαπίσουν  και  δε  ναυπηγήθηκε  ποτέ  πάλι  αξιόλογος  στόλος.
Οι  λόγοι  για  αυτό  το  γεγονός  ήταν  διάφοροι:  1) η  ολιγανθρωπία  που  άρχισε  να  μαστίζει  την  Αθήνα  λόγω  και  της  μετανάστευσης  των  Αθηναίων  στην  Ανατολή 2) η  συνειδητοποίηση  της  αδυναμίας  συναγωνισμού  των  κολοσσιαίων  ελληνιστικών  βασιλείων  από  τις  παλαιές  πόλεις-κράτη και  3) η  επικράτηση  των  τετρήρων  και  πεντήρων.
Αν  οι  Αθηναίοι  ήθελαν  να  πρωταγωνιστούν  στα  πολιτικά  πράγματα του  ελληνικού  κόσμου,  θα  έπρεπε  να  χτίσουν  νέο  στόλο  αποτελούμενο  από  αυτά  τα  πλοία,  και  όχι  από  τις  μάλλον  απηρχαιωμένες  τριήρεις.  Αλλά  το  οικονομικό  βάρος  ενός  τέτοιου  εγχειρήματος  θα  ήταν  αβάστακτο  για  την  Αθηνα.
ΠΗΓΗ: theancientwebgreece.wordpress.com

Κοινοποιήστε το!
FacebookTwitter

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: