Η Αθήνα δεν αποτελούσε μια από τις παραδοσιακές ναυτικές δυνάμεις της Ελλάδας. Ο στόλος της γύρω στο 500 πΧ ήταν μάλλον ασήμαντος μπροστά στους ισχυρούς στόλους τριήρων και διήρων της Κορίνθου, της Μιλήτου, της Σάμου, της Αίγινας και άλλων πόλεων, αποτελούμενος από 50 απηρχαιωμένες πεντηκοντόρους.
Το ναυτικό της είναι σχετικά νεότευκτο αφού ναυπηγήθηκε χάρη στη επιμονή του Θεμιστοκλή, στην ουσία λίγα χρόνια πριν τη μεγαλειώδη νίκη του στη Σαλαμίνα (480 πΧ) επί του στόλου των Αχαιμενιδών.
Στο μεγαλύτερο μέρος του «χρυσού» 5ου αιώνα πΧ, ο αθηναϊκός στόλος αποτελείτο από 300 τριήρεις από τις οποίες επανδρώνονταν συνήθως οι 200, ή το πολύ 250. Ένα μέρος των πληρωμάτων δεν ήταν Αθηναίοι ή μέτοικοι της Αττικής, αλλά μισθοφόροι και σύμμαχοι από τις διάφορες ναυτικές πόλεις του Αιγαίου.
Περί το 500 πΧ 50 πεντηκόντοροι
Ναυμαχία Σαλαμίνας 480 πΧ (μαζί με τους Αθηναίους κληρούχους στη Χαλκίδα) 200 τριήρεις
468 πΧ 200 τριήρεις Μετά την αποτυχημένη εκστρατεία στην Αίγυπτο 200 τριήρεις
Αρχή Πελοποννησιακού πολέμου (431 πΧ) 300 τριήρεις
Νικίειος Ειρήνη (421 πΧ) 300 τριήρεις
Σικελική καταστροφή (413 πΧ) 108 τριήρεις
Ναυμαχία Αργινουσών (406 πΧ) 180 τριήρεις
Στους Αιγός Ποταμούς (405 πΧ)180 τριήρεις
Μετά την τελική ήττα της Αθήνας (404 πΧ)12 τριήρεις
370 πΧ100 τριήρεις
Περί το 350 πΧ 300 τριήρεις
325-3 πΧ 417 πολεμικά, τα οποία είναι : τριήρεις (360), τετρήρεις (50) και πεντήρεις (7).
Εκτός από αυτόν τον στόλο, η Αθήνα είχε υπό τον έλεγχο της και τις 180 τριήρεις των ναυτικών συμμάχων της, ήτοι της Χίου, Λέσβου και Σάμου.
Έτσι το σύνολο των τριήρων που διέθετε έφθανε τις 480. Όταν η πόλη της Παλλάδας νικήθηκε τελικά στον Πελοποννησιακό πόλεμο, οι Σπαρτιάτες της επέτρεψαν να διατηρήσει μόνο 12 τριήρεις ως ακτοφυλακή της Αττικής, έναντι πειρατών ή άλλων απειλών (404 πΧ).
Ίσως πίστεψαν ότι έτσι εξουδετέρωσαν το αθηναϊκό ναυτικό, όμως έσφαλαν. Η θαλάσσια δύναμη της Αθήνας δεν βρισκόταν στα σκάφη του στόλου της.
Όπως αποδείχθηκε, ακόμη και αν τα έχανε κατά εκατοντάδες, τα ναυπηγεία του Πειραιά μπορούσαν να τα αντικαταστήσουν. Η ναυτική ισχύς της Αθήνας βρισκόταν στη ναυτική και ναυπηγική δεινότητα των ανδρών της, αλλά και στην επιμονή του λαού της.
Η Αθήνα ανένηψε σταδιακά από τη συμφορά του 404, και περίπου το 370 π.Χ. είχε πάλι έναν στόλο 100 τριήρων.
Εως τα μέσα του 4ου αι., αύξησε αυτόν τον αριθμό σε 300, φτάνοντας έτσι το μέγεθος που είχε ο «εθνικός» στόλος της κατά τον 5ο αι.
Oι Αθηναίοι του 4ου αιώνα είναι αποφασισμένοι να πρωταγωνιστήσουν πάλι στα ελληνικά πράγματα και γνωρίζουν καλά ότι η μόνη οδός για αυτό, είναι εκείνη της θάλασσας. Έτσι παρά την συντριβή τους από τον Φίλιππο της Μακεδονίας στη Χαιρώνεια (338 πΧ) και τη νέα υποταγή τους στον Μέγα Αλέξανδρο (335), οι Αθηναίοι διατήρησαν τον υψηλό ρυθμό ναυπηγήσεων καταρρίπτοντας κάθε προηγούμενο «ρεκόρ» τους. Σε αυτό τους έσπρωξε η απίστευτη επιτυχία του Αλεξάνδρου να καταλύσει την Περσική αυτοκρατορία το 330 π.Χ.
Οι Αθηναίοι κατανόησαν ότι ένας στόλος 300 πολεμικών σκαφών δεν αρκούσε πλέον για να μπορέσουν να συναγωνισθούν το νέα Μακεδονία, της οποίας τα σύνορα άγγιζαν πλέον τα Ιμαλάια (Ιμαον Ορος). Κύριος υπεύθυνος για αυτό το νέο αθηναϊκό επίτευγμα, ήταν ο Λυκούργος, ο «νέος Θεμιστοκλής».
Ο συγκεκριμένος μεγάλος και εν πολλοίς λησμονημένος Αθηναίος ο οποίος είχε ουσιαστικά τον έλεγχο των οικονομικών της πόλης του επί τουλάχιστον 10 χρόνια, μέχρι τον θάνατο του το 324 πΧ, εφάρμοσε ένα μεγαλόπνοο ανορθωτικό πρόγραμμα με κύριο σκοπό την ενίσχυση της οικονομίας και του στόλου.
Ανήκοντας στην αντιμακεδονική παράταξη και γνωρίζοντας ότι η ρήξη με τον Αλέξανδρο ήταν αναπόφευκτη, ο Λυκούργος είχε φροντίσει ιδιαίτερα για την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων της Αθήνας. Ανάμεσα στα άλλα που επιτεύχθηκαν εκείνα τα χρόνια, ήταν και η περαιτέρω ενίσχυση του στόλου όχι μόνο αριθμητικά αλλά και ποιοτικά. Έτσι στις υπάρχουσες τριήρεις προστέθηκαν δύο νέοι τύποι πολεμικών σκαφών, οι οποίοι έμελε σύντομα να κυριαρχήσουν στα πελάγη της Μεσογείου: η τετρήρης και κυρίως η πεντήρης.
Οι κατάλογοι του αθηναϊκού στόλου για το έτος 325/4 πΧ περιλάμβαναν σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες 417 σκάφη: 360 τριηρεις, 50 τετρηρεις και 7 πεντηρεις.
Ο αριθμός αυτός επιβεβαιώνεται από τους 372 νεωσοίκους που υπήρχαν στα λιμάνια του Πειραιά αυτή την περίοδο. Αν προστεθούν οι νεώσοικοι που υπήρχαν σε άλλα λιμάνια της Αττικής, τότε αυτοί υπερβαίνουν συνολικά τους 400. Και αν προστεθούν τα πλοία ακτοφυλακής και αποστολών που βρίσκονταν εν πλω, καταλήγουμε σε έναν αριθμό περισσοτέρων από 417 σκάφη.
Πρόκειται για το απόγειο του αθηναϊκού ναυτικού και όχι μόνο από την αριθμητική άποψη. Όπως αναφέρθηκε ο νέος στόλος περιλάμβανε τετρήρεις και πεντήρεις που δεν είχαν ξαναχρησιμοποιηθεί από την Αθήνα.
Επιπλέον οι πολίτες της δεν υστερούσαν σε ναυτικές και ναυπηγικές ικανότητες, συγκρινόμενοι με τους προγόνους τους του 5ου αιώνα πΧ.
Βέβαια και πάλι ο αριθμός των σκαφών που μπορούσαν πραγματικά να επανδρωθούν ήταν μικρότερος: υπήρχαν αρκετά πληρώματα μόνο για 200 από τα 417 σκάφη.
Με την προσθήκη μισθοφορικών πληρωμάτων, θα μπορούσαν να επανδρωθούν 240-250 πλοία, όπως έγινε κατά την έκρηξη του Λαμιακού πολέμου όταν χρησιμοποιήθηκαν τα υπεξαιρεθέντα χρήματα του Μακεδόνα θησαυροφύλακα Αττάλου, για την πρόσληψη πληρωμάτων.
Συμπερασματικά, το απόγειο του αθηναϊκού ναυτικού δεν σημειώθηκε τον 5ο αιώνα πΧ, όπως θεωρείται ευρέως, αλλά μάλλον κατά τα έτη 325-322 π.Χ.
Η αναβάθμιση του ναυτικού όπλου δεν αφορούσε μόνο τα σκάφη. Ένα μέρος των 372 προαναφερόμενων νεωσοίκων του Πειραιά κατασκευάσθηκαν τη συγκεκριμένη περίοδο, για να αντεπεξέλθουν στην αριθμητική αύξηση.
Επιπρόσθετα αυτή την περίοδο οικοδομήθηκε η περίφημη Σκευοθήκη του Φίλωνος στο λιμάνι της Ζέας, για τη φύλαξη των εξαρτήσεων των πλοίων.
O Λυκούργος ήταν σε μεγάλο βαθμό εκείνος ο οποίος επέτυχε όλα αυτά. Με την ισχυροποίηση του στόλου, ο μεγάλος Αθηναίος αναζωογόνησε και τον Πειραιά.
Λόγω αυτών των υπηρεσιών του μπορεί να συγκριθεί με τον Θεμιστοκλή, στον οποίο οφείλεται η δημιουργία του αθηναϊκού ναυτικού και του λιμένα του Πειραιά.
Ωστόσο, κατά τον Λαμιακό πόλεμο ο οποίος ακολούθησε (323/322 π.Χ.) οι Αθηναίοι και οι περιορισμένοι ναυτικοί σύμμαχοι τους αντιμετώπισαν τον στόλο των Μακεδόνων (του νεκρού πλέον Μεγάλου Αλεξάνδρου), αποτελούμενο από πολεμικά πλοία Ελλαδιτών, Φοινίκων, Κυπρίων, Κιλίκων και Φιλισταίων συμμάχων και υποτελών της Μακεδονίας.
Ο μακεδονικός στόλος περιελάμβανε υψηλό ποσοστό τετρήρων και πεντήρων (προερχόμενες κυρίως από την Ανατολική Μεσόγειο), οι οποίες ήταν ισχυρότερες από τις τριήρεις. Αυτό το στοιχείο φαίνεται πως έκρινε το τελικό αποτέλεσμα του πολέμου.
Οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι τους αντιμετώπισαν τον στόλο των Μακεδόνων υπό τον Λευκό Κλείτο, σε μία σειρά από ναυτικές αναμετρήσεις, με σημαντικότερη τη ναυμαχία της Αμοργού κατά την οποία ο αθηναϊκός στόλος συνετρίβη (322 π.Χ.). Μετά το τέλος του πολέμου, περίπου 200-250 πολεμικά σκάφη της Αθήνας (πιθανώς μόνο τριήρεις) είχαν μείνει στους νεωσοίκους της Αττικής. Αλλά επρόκειτο για έναν «στόλο-φάντασμα» αφού δεν υπήρχαν πια κωπηλάτες για να τον κινήσουν, μετά την εξορία πάνω από 12.000 Αθηναίων (κυρίως ναυτικών) από τον νικητή Μακεδόνα στρατηγό Αντίπατρο, και φυσικά λόγω των μεγάλων απωλειών κατά τον πολεμο.
Τα πλοία αυτά αφέθηκαν να σαπίσουν και δε ναυπηγήθηκε ποτέ πάλι αξιόλογος στόλος.
Οι λόγοι για αυτό το γεγονός ήταν διάφοροι: 1) η ολιγανθρωπία που άρχισε να μαστίζει την Αθήνα λόγω και της μετανάστευσης των Αθηναίων στην Ανατολή 2) η συνειδητοποίηση της αδυναμίας συναγωνισμού των κολοσσιαίων ελληνιστικών βασιλείων από τις παλαιές πόλεις-κράτη και 3) η επικράτηση των τετρήρων και πεντήρων.
Αν οι Αθηναίοι ήθελαν να πρωταγωνιστούν στα πολιτικά πράγματα του ελληνικού κόσμου, θα έπρεπε να χτίσουν νέο στόλο αποτελούμενο από αυτά τα πλοία, και όχι από τις μάλλον απηρχαιωμένες τριήρεις. Αλλά το οικονομικό βάρος ενός τέτοιου εγχειρήματος θα ήταν αβάστακτο για την Αθηνα.
ΠΗΓΗ: theancientwebgreece.wordpress.com
Ο Αθηναϊκός στόλος στο απόγειό του κατά το 325-322 π.Χ.