Οι αρχαίοι Έλληνες πράγματι έβριζαν. Δείτε τις πιο γνωστές βωμολοχίες των αρχαίων Ελλήνων, όπως καταγράφονται το βιβλίο του Μάριου Βερέττα, «Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων»:
- ΑΒΡΟΒΑΤΗΣ: θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείο βάδισμα [αβροβάτης = αβρός(τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ, εισέρχομαι)
- ΑΝΑΣΕΙΣΙΦΑΛΛΟΣ: φιλήδονη γυναίκα που πιάνει και κουνάει τον φαλλό [ανασεισίφαλλος = ανασείω + φαλλός]
- ΒΔΕΩ: πέρδομαι [βδέω = βρωμάω]
- ΓΛΩΤΤΟΔΕΨΕΩ: κάνω μαλάξεις με τη γλώσσα
- ΓΟΓΓΥΛΗ: βυζί / στήθος [γογγύλη = ολοστρόγγυλη]
- ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ: μπανιστιρτζής [ γυναικοπίπης = γυναίκα + οπιπτεύω]
- ΔΡΟΜΑΣ: πόρνη του δρόμου [δρομάς = δρόμος]
- ΕΣΧΑΡΑ: γυναικείο αιδοίο [εσχάρα = από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
- ΕΥΠΥΓΟΣ: γυναίκα με ωραία οπίσθια [εύπυγος = ευ + πυγή ]
- ΚΑΣΣΩΡΙΣ: πόρνη [κασσωρίς = από το κάσις (αδελφός, εταίρος)]
- ΜΥΖΟΥΡΙΣ: γυναίκα που βυζαίνει πέος [μύζουρις = μυζάω + ουρά (πέος)]
- ΠΗΘΙΚΑΛΩΠΗΞ: άνθρωπος πανούργος [πιθηκαλώπηξ = πίθηκος = αλώπηξ]
- ΠΟΣΘΩΝ: άνδρας με μεγάλο πέος [πόσθων = από το πόσθη(πέος)]
- ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑΣ: άνδρας που εκστομίζει ακατάπαυστα χαζομάρες [ρωποπερπερήθρας = ρώπος(φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]
- ΗΔΟΝΟΘΗΚΗ: το αιδοίο
- ΚΥΝΤΕΡΟΣ: ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης [> κύων]
- ΚΙΝΟΥΡΗΣ αυτός που περπατά επιδεικνύοντας τα γεννητικά του όργανα [κίνουρης = κινέω + ουρά]
- ΛΕΧΡΙΟΣ [ > λέχριος (λεχρίτης)]
- ΛΥΔΙΑ: η πόρνη στην ρωμαϊκή εποχή, επειδή συνήθως ήταν από την ομώνυμη περιοχή της Μικρασίας οι πόρνες πολυτελείας.
- ΛΟΧΜΗ: το τριχωτό αιδοίο [> λόχμη (θάμνος)]
- ΣΠΟΔΗΡΙΛΑΥΡΑ: αυτός που τρώει κόπρανα [σποδή (καταβροχθίζω) + λαύρα (απόπατος)]
- ΧΑΛΚΙΔΙΤΙΣ: η πολύ φτηνή πόρνη, αυτή που εκδίδεται για ένα χάλκινο νόμισμα.
- Αμάρευμα: κατακάθι της κοινωνίας (ους. αμάρα=χαντάκι)
- Βδέλυγμα: σίχαμα
- Έκφαυλος: ατιμασμένος
- Κόβαλος: παράσιτο
- Κόπρειος: τιποτένιος
- Μιάστωρ: μίασμα
- Σκωραμίς: απατεώνας / καθίκι
- Μη μου τους όρχεις τάρατε
- Όδευε εις συνουσίαν
- Της επί χρήμασιν εκδιδομένης γυναικός το σιδηρούν κιγκλίδωμα
- Έξω κίναιδε εκ της οικίας
- Όπως σημειώνει άλλωστε ο Νίκος Σαραντάκος στο ιστολόγιο του, δημοφιλής και με αρνητική χροιά ήταν και η λέξη αρχολίπαρος που σημαίνει “αυτός που ποθεί σφοδρά την εξουσία” αλλά και “ο ευτελώς πρόθυμος προς τους κατέχοντες την εξουσία”.
Και για το τέλος, πώς προέκυψε η λέξη βωμολοχία