Σαν χθες τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Ιουλίου 1918 εκτελέστηκε η τελευταία Αυτοκρατορική Οικογένεια των Ρομανώφ της Ρωσίας. Μαζί στο θάνατο τους συνόδευσαν οι πιστοί τους ακόλουθοι, ο προσωπικός ιατρός της οικογένειας, ο μάγειρας, η θαλαμηπόλος της Αλεξάνδρας και ο βαλές του Νικόλαου Β′. Η φρίκη που έλαβε χώρα εκείνο το πρωί στο υπόγειο της οικίας Ιπάτιεφ είναι ανείπωτη και σίγουρα καμία περιγραφή και καμία ιστορία ή θρύλος δεν μπορεί να την αποδώσει. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι από τη στιγμή της τραγωδίας έχουν περάσει 99 ολόκληρα χρόνια, η ρωσική και η παγκόσμια κοινή γνώμη επιστρέφουν σε αυτή τη σελίδα της ιστορίας της Ρωσίας και προσπαθούν να την αναστοχαστούν και να την κατανοήσουν.
Από τις 15 Μαρτίου του 1917, ο πρώην Τσάρος, αποκαλούμενος πια Νικόλαος Ρομανώφ μετά την παραίτηση του από τον Θρόνο, ήταν αιχμάλωτος της Επανάστασης των Μπολσεβίκων. Η Προσωρινή Κυβέρνηση έβαλε τον Νικόλαο και την οικογένειά του σε κατ′ οίκον περιορισμό στο Ανάκτορο του Αλεξάνδρου στο Τσάρσκογε Σελό, 15 μίλια νότια από την Αγία Πετρούπολη. Τον Αύγουστο του 1917 η Κυβέρνηση Κερένσκι μετέφερε τους Ρoμανώφ στο Τόμπολσκ στα Ουράλια, στο σπίτι του πρώην Κυβερνήτη, ισχυριζόμενη ότι έτσι θα προστατευόταν από το εντεινόμενο επαναστατικό κλίμα. Όταν οι Μπολσεβίκοι ανέβηκαν στην εξουσία τον Οκτώβριο, τα μέτρα κράτησής τους έγιναν αυστηρότερα και η σκέψη να δικαστεί ο Νικόλαος ακουγόταν όλο και πιο συχνά.
Όσο η αντιεπαναστατική «Λευκή Κίνηση» (ο στρατός που παρέμενε πιστός στον Τσάρο) συγκέντρωνε δυνάμεις, οδηγώντας σε εμφύλιο πόλεμο μέχρι το καλοκαίρι και ο Νικόλαος Β′, η Αλεξάνδρα και η κόρη τους Μαρία μεταφέρθηκαν στις 30 Απριλίου του 1918 στην πόλη Αικατερίνμπουργκ στα νότια της οροσειράς των Ουραλίων, και κρατούνταν στην ″οικία ειδικού προορισμού″ Ιπάτιεφ. Ο Τσάρεβιτς Αλεξέι ήταν πολύ άρρωστος για να συνοδεύσει τους γονείς του και παρέμεινε με τις αδερφές του Μεγάλες Δούκισσες Όλγα, Τατιάνα και Αναστασία στο Τομπόλσκ μέχρι τις 23 Μαΐου του 1918 όταν επανενώθηκαν με την υπόλοιπη οικογένεια τους. Το μόνο πλέον που μπορούσαν να κάνουν ήταν να αναμένουν τις εξελίξεις. Εκεί κρατήθηκαν 78 ημέρες, προτού εκτελεστούν.
Η οικογένεια είχε μάθει να είναι στωική, αλλά η φοβερή μοίρα πλησίαζε. Στην Αμερική, η εφημερίδα Washington Post δημοσίευε φήμες ότι η Τσαρική Οικογένεια είχε ήδη εκτελεστεί. Στη Βρετανία, ο Βασιλιάς Γεώργιος Ε′ είχε αποσύρει την προσφορά ασύλου για την οικογένεια του Τσάρου. Στην πραγματικότητα, η τύχη των Ρομανώφ σε αυτό το σημείο κρεμόταν από μια λεπτή κλωστή. Ο Λένιν γνώριζε ότι ο θάνατός τους θα εξοργιζε τον Κάιζερ, λόγω των στενών δεσμών των Ρομανώφ με τη γερμανική βασιλική οικογένεια. Αλλά οι σύμβουλοί του επέμεναν λέγοντας του ότι το Αικατερίνενμπουργκ θα μπορούσε σύντομα να πέσει στους Τσέχους, και η αυτοκρατορική οικογένεια θα μπορούσε να αποδειχθεί ένα σημείο συσπείρωσης ενάντια στον κομμουνισμό.
Παρ′ όλα τα προβλήματα επικρατεί μια συγκρατημένη αισιοδοξία καθ′ όλη την διάρκεια της αιχμαλωσίας των Ρομανώφ. Η Τσαρική Οικογένεια δεν έχει καμία απολύτως επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο, τους απαγορεύεται η ανάγνωση εφημερίδων και ραδιόφωνο δεν υπάρχει ούτε στο γραφείο των αξιωματικών. Οι συνθήκες κράτησης ήταν σχετικά αξιοπρεπείς. Το φαγητό το οποίο τους προσφέρεται είναι ανάλογο με αυτό το οποίο προσφέρεται στους δεσμοφύλακες τους. Η σωματική άσκηση απαγορεύεται με εξαίρεση έναν εικοσάλεπτο περίπατο στον κήπο ο οποίος σύντομα περιορίστηκε στα 5 λεπτά. Οι πάντες τηρούν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα μελέτης, προσευχής, περιπάτου, γευμάτων και καταχώρησης σημειώσεων στα ημερολόγια τους. Μόνο η Τσαρίνα φάνηκε να έχει αφεθεί κάπως, είχε αδυνατίσει και είχαν γκριζάρει τα μαλλιά της. Δεν ακολουθεί τους υπόλοιπους στους σύντομους περιπάτους, προτιμώντας να κάθεται δίπλα στον άρρωστο μικρό Αλεξέι που έπασχε από αιμορροφιλία (Στην αιμορροφιλία δεν σταματάει το αίμα όταν ανοίξει μια πληγή, μικρή ή μεγάλη, και ο ασθενής πεθαίνει από αιμορραγία). Έξι ημέρες πριν το τέλος, η βαθιά θρησκευόμενη Αλεξάνδρα έγραφε: «Η οικογένεια μου και εγώ προετοιμάζουμε τους εαυτούς μας, τις σκέψεις μας, για την είσοδο μας στο Βασίλειο των Ουρανών.» Οι Μεγάλες Δούκισσες είναι ευδιάθετες, γελούν, παίζουν, είναι ευγενικές, σιωπηλές και υπομονετικές μπροστά σε κάθε προσβολή. Ο Τσάρος και αυτός πράος, ευγενικός και πάντα πρόθυμος για κουβέντα με όλους.
Στις 16 Ιουλίου, μονάδες της Λεγεώνας της Τσεχοσλοβακίας, υποχωρώντας από τα Ρωσικά εδάφη, πλησίασαν το Αικατερίνμπουργκ, όπου κρατούταν η Αυτοκρατορική Οικογένεια. Βεβαία αυτό δεν το γνώριζαν οι Τσεχοσλοβάκοι, οι οποίοι κατευθύνονταν προς την περιοχή, για να προστατέψουν τον πολύτιμο σιδηρόδρομο, ο οποίος βρισκόταν υπό τον έλεγχό τους. Όταν όμως ενημερώθηκαν οι Μπολσεβίκοι για τις κινήσεις του στρατού, θορυβήθηκαν. Πίστεψαν ότι οι Τσεχοσλοβάκοι έρχονταν για να απελευθερώσουν τον Τσάρο, που στα μάτια των υπόλοιπων ευρωπαϊκών βασιλικών οικογενειών ήταν ακόμα ο νόμιμος ηγέτης της Ρωσίας. Η αντίδραση των Μπολσεβίκων ήταν άμεση. Πραγματοποιήθηκε έκτακτο συμβούλιο του Περιφερειακού Σοβιέτ των Ουραλίων και αποφασίστηκε η εξόντωση της Αυτοκρατορικής Οικογένειας και η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στη Μόσχα. Το ίδιο βράδυ έφτασε τηλεγράφημα που έδινε την εντολή της εκτέλεσης εκ μέρους του Ανώτατου Σοβιέτ στη Μόσχα: «Κανείς δεν έπρεπε να επιβιώσει». Το τηλεγράφημα αυτό υπέγραφε μία απ′ τις ηγετικές μορφές της επανάστασης, ο Γιάκοβ Σβερντλώφ, του οποίου το όνομα πήρε η πόλη. Αλλά κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η απόφαση ανήκε στον Βλάντιμιρ Λένιν.
Η απόφαση του Περιφερειακού Σοβιέτ των Ουραλίων που κοινοποιήθηκε στο Ανώτατο Σοβιέτ:
«Το Σοβιέτ των Ουραλίων αρνείται κατηγορηματικά την ευθύνη μεταφοράς του Νικολάου Ρομανώφ στη Μόσχα. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι είναι αναγκαία η εκκαθάριση του. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να χρησιμοποιήθεί ο πολίτης Ρομανώφ από τους Τσεχοσλοβάκους και τους αντεπαναστάτες. Η οικογένεια του τέως τσάρου και όσοι με την θέληση τους αποφάσισαν να παραμείνουν ύπο τις διαταγές του, πρέπει επίσης να εκκαθαριστούν ταυτόχρονα. Εάν οι σύντροφοι της Κεντρικής Επιτροπής θεωρούν ότι οι λόγοι που ανάγονται στην εξωτερική πολιτική επιβάλλουν την απόλυτη μυστικότητα για την εξόντωση των μεγάλων δουκισσών και της τέως τσαρίνας, το περιφερειακό Σοβιέτ των Ουραλίων δηλώνει ότι είναι σε θέση να οργανώσει την εκτέλεση με τρόπο ώστε να παραμείνει απόλυτα μυστική.»
Η τραγική νύχτα της 17ης Ιουλίου…
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 17ης Ιουλίου 1918, ο γιατρός της Αυτοκρατορικής Οικογένειας Ρομανώφ, Ευγένιος Μπότκιν, χτύπησε τις πόρτες των υπνοδωματίων και τους ξύπνησε. Τους είπε να ετοιμαστούν γρήγορα, γιατί θα μεταφέρονταν σε μια πιο ασφαλή τοποθεσία για την προσωπική τους ασφάλεια, καθώς αναμενόταν να ξεσπάσουν βιαιοπραγίες με την άφιξη των «Λευκών» στο Αικατερίνμπουργκ. Ο Γιακόβ Γιουρόβσκι, διοικητής της ″οικίας ειδικού προορισμού″ Ιπάτιεφ όπου κρατούνταν οι Ρομανώφ και επίτροπος της Δικαιοσύνης του Σοβιέτ των Ουραλίων, είχε ανέβει λίγο νωρίτερα στον επάνω όροφο, ξύπνησε τον Μπότκιν και του είπε, παραπλανώντας τον: «προετοιμάζεται επίθεση κατά του σπιτιού και πρέπει να κατεβείτε στο ισόγειο για μεγαλύτερη ασφάλεια.» Το σχέδιο της εξόντωσης της Τσαρικής Οικογένειας είχε ήδη αποφασιστεί λίγο νωρίτερα.
Οι Ρομανώφ ήταν φυλακισμένοι από τους Μπολσεβίκους από τα μέσα Μαρτίου του 1917 και η ξαφνική εντολή δεν τους παραξένεψε. Σηκώθηκαν, ετοιμάστηκαν και κατέβηκαν ήρεμα τις σκάλες, συνοδευόμενοι από τον βαλέ τους, Αλεξέι Τράππ, τον μάγειρα Ιβάν Χαριτόνοφ, και την θαλαμηπόλο της Αλεξάνδρας, Άννα Ντεμίντοβα. Ο Τσάρος ακούστηκε να λέει στις κόρες του καθησυχαστικά: «Λοιπόν, θα βγούμε από αυτό το μέρος» – απόδειξη, κάποιοι λένε, ότι ήταν ένας αληθινός Μάρτυρας, ο οποίος είχε πλήρη επίγνωση της φρίκης που θα επακολουθούσε.
Οι στρατιώτες τους οδήγησαν σε ένα μικρό δωμάτιο στο ημιυπόγειο της οικίας Ιπάτιεφ με πρόσχημα να περιμένουν ώστε να ποζάρουν για μία οικογενειακή φωτογραφία προκειμένου να βεβαιωθεί ο λαός ότι είναι ζωντανοί και ύστερα θα αναχωρούσαν για τη νέα ασφαλή τοποθεσία. Μπαίνοντας στο άδειο δωμάτιο εκδηλώνεται έντονη αμηχανία μιας και δεν υπάρχει ούτε ένα κάθισμα. Ύστερα από παράκληση του Τσάρου, ο Γιουρόφσκι διατάζει τον Μιχαήλ Μεντβέντιεφ να φέρει δυο καθίσματα. Ο Μενβιέντεφ επιστρέφει με τα καθίσματα στα οποία κάθονται ο Νικόλαος με τον Αλεξέι στην αγκαλιά του και δίπλα η Αλεξάνδρα. Μη έχοντας άλλη επιλογή από το να υπακούσουν, πήραν τις θέσεις που τους υπέδειξαν. Ο Τσάρος Νικόλαος με τον Αλεξέι αγκαλιά και η Αλεξάνδρα ήταν καθιστοί και πίσω τους στέκονταν οι τέσσερις κόρες τους, Όλγα, Τατιάνα, Μαρία και Αναστασία. Οι κοπέλες είχαν ράψει στους κορσέδες τους τα κοσμήματα της βασιλικής οικογένειας για να τα κρύψουν από τους επαναστάτες. Το βάρος τους φάνηκε να πολλαπλασιάζεται μέσα στην κούραση και την αναταραχή της νύχτας, αλλά υπέμειναν υπομονετικά…Λίγα ακόμα λεπτά…και όλα θα τελείωναν…στις 2:33 π.μ…
Η Τσαρική Οικογένεια και η συνοδεία τους παρέμειναν για σχεδόν 20 λεπτά μόνοι στο δωμάτιο. Οι εκτελεστές σε αυτό το διάστημα οργάνωσαν τις τελευταίες λεπτομέρειες με ακρίβεια και δόθηκαν τα φονικά όπλα στους στρατιώτες. Ύστερα ο Γιουρόβσκι, επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος, μπήκε στο δωμάτιο μαζί με τους στρατιώτες και ανακοίνωσε στον Τσάρο, χωρίς κανέναν δισταγμό, ότι καταδικάστηκε σε θάνατο: «Νικόλαε Αλεξάντροβιτς Ρομανώφ, εφόσον οι συγγενείς σου συνεχίζουν την επίθεσή τους στη Σοβιετική Ρωσία, το Ανώτατο Σοβιέτ αποφάσισε να εκτελέσει εσένα και την οικογένειά σου», έγραφε η ανακοίνωση που διάβασε ο αρχιεκτελεστής. Ο Νικόλαος, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν στραμμένος προς τα παιδιά του, γύρισε έκπληκτος προς τους εκτελεστές και ρώτησε: «Τι; Τι;» Ο Γιουρόφσκι επανέλαβε την ανακοίνωση, σήκωσε το πιστόλι και πυροβόλησε τον Τσάρο, πρώτα στο στήθος και μετά στο κεφάλι εξ επαφής. Επικράτησε πανικός. Η Αυτοκράτειρα και η μεγαλύτερη κόρη της Όλγα προσπάθησαν να κάνουν το σταυρό τους, μα σκοτώθηκαν από την πρώτη ομοβροντία του αποσπάσματος, και οι δύο από σφαίρα στο κεφάλι. Ο Νικόλαος, η Αλεξάνδρα και η Όλγα σκοτώθηκαν ακαριαία από το πρώτο κύμα, ωστόσο δεν είχαν όλοι αυτήν την τύχη. Ήταν τα παιδιά που υπέφεραν περισσότερο!
Ο 13χρονος Αλεξέι είχε τραυματιστεί, αλλά ζούσε ακόμη. Ήταν πεσμένος στο πάτωμα δίπλα από τους νεκρούς γονείς του και ανήμπορος να μετακινηθεί όταν οι εκτελεστές τον πλησίασαν και τον πυροβόλησαν άλλες δύο φορές, μέχρι που σιγουρεύτηκαν ότι ήταν νεκρός. Οι αδερφές του, προστατευμένες από τα κοσμήματα που είχαν ράψει στους κορσέδες τους, ήταν οι τελευταίες που ξεψύχησαν. Οι Μπολσεβίκοι προσπάθησαν να τις σκοτώσουν με τις λόγχες, αλλά ούτε αυτές μπορούσαν να διαπεράσουν τα διαμάντια. Τελικά τις πυροβόλησαν στο κεφάλι. Η Τατιάνα πυροβολήθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού καθώς προσπαθούσε να ξεφύγει. Η Αναστασία και η Μαρία σύρθηκαν προς τον τοίχο καλύπτοντας τα κεφάλια τους με τρόμο μέχρι που τις πυροβόλησαν ξανά, θυμάται ο Γιουρόφσκι. Ωστόσο ένας άλλος μάρτυρας, ο Πιοτρ Ερμάκωφ, είπε στη σύζυγό του πως την Αναστασία αποτελείωσαν με ξιφολόγχες.
Οι υπόλοιποι της αυτοκρατορικής ακολουθίας πυροβολήθηκαν αμέσως με εξαίρεση την Άννα Ντεμίντοβα. Η Ντεμίντοβα επέζησε της πρώτης ομοβροντίας μα θανατώθηκε γρήγορα στον πίσω τοίχο του υπογείου, μαχαιρωμένη ενώ προσπαθούσε να υπερασπίσει τον εαυτό της με ένα μικρό μαξιλάρι που είχε φέρει μαζί της και που ήταν γεμάτο με πολύτιμες πέτρες. Το αγαπημένο σκυλάκι της Αναστασίας, ο Τζάμμυ, δεν χτυπήθηκε από καμία σφαίρα, βρέθηκε όμως πρόθυμος στρατιώτης να το χτυπήσει στο κρανίο με το κοντάκι μέχρι θανάτου. Η διαταγή άλλωστε είναι σαφής «Κανείς δεν έπρεπε να επιβιώσει».
Τα άψυχα σώματα της Αυτοκρατορικής Οικογένειας και των πιστών ακολούθων τυλίχτηκαν σε σεντόνια και μεταφέρθηκαν με φορτηγό σε μυστικό σημείο, που υποδείχθηκε από τον Γιουρόβσκι, για να εξαφανίσουν τα ίχνη τους. Για καιρό πιστευόταν ότι είχαν ταφεί μέσα σε χώρο του εγκαταλειμμένου ορυχείου «τα Τέσσερα Αδέλφια», κοντά στο χωριό Koptyaki, 12 μίλια βόρεια του Αικατερίνενμπουργκ. Αυτό πράγματι ίσχυε για τη νύχτα της εκτέλεσης. Οι σοροί της Αυτοκρατορικής Οικογένειας και της συνοδείας τους αφού πρώτα ξεγυμνώθηκαν, και κάηκαν τα ρούχα τους με βενζίνη, στη συνέχεια πετάχτηκαν στη Γκάνινα Γιάμα (Γιάμα, στη ρωσική γλώσσα είναι ο λάκκος), βάθους 9 μέτρων. Ο λάκκος δεν είχε αρκετό νερό για να καλυφθούν οι σοροί και δεν βρέθηκαν χειροβομβίδες ορυχείου για να καταστραφεί και τo μεθεπόμενο βράδυ ο Γιουρόβσκι φοβούμενος ότι το σημείο δεν ήταν αρκετά ασφαλές, έδωσε εντολή στους Γκολοστσέκιν και Έρμακοφ να απομακρύνουν τις σορούς και αποφάσισε να τις κρύψει αλλού, βαθιά μέσα σε κάποιο μεγάλο εγκαταλειμμένο ορυχείο κοντά στην εθνική οδό προς τη Μόσχα.
Όταν το όχημα που μετέφερε τις σορούς κόλλησε στη λάσπη, στον παλιό δρόμο Koptyaki, έναν εγκαταλελειμμένο σήμερα καρόδρομο στην περιοχή του ελώδους ρέματος Ποροσιόνκοφ, 4,5 μίλια από τη Γκάνινα Γιάμα, ο Γιουρόβσκι άλλαξε τα πλάνα και έθαψε με άκρα μυστικότητα, σε εκείνο ακριβώς το σημείο τα έντεκα θύματα. Εκεί, την πρώτη κτηνωδία δέχθηκαν τα κορμιά του Τσάρεβιτς και της αδελφής του Μαρίας. Πρώτα τεμαχίστηκαν, στη συνέχεια αποτεφρώθηκαν με βενζίνη και τέλος τάφηκαν σε έναν μικρό λάκκο. Τα υπόλοιπα εννέα σώματα της Αυτοκρατορικής Οικογένειας και των συνοδών τους ρίχτηκαν σε λάκκο που σκάφτηκε εκείνη τη νύχτα, σε απόσταση 64 μέτρα από τον πρώτο τάφο, τεμαχίστηκαν με φτυάρια, ποτίστηκαν σε θειικό οξύ για να μην μπορούν να αναγνωριστούν και τέλος σφραγίστηκε ο τάφος με χοντρές σανίδες που βρήκαν οι στρατιώτες δίπλα από τις σιδηροδρομικές γραμμές. Ο Γιουρόβσκι είχε ξεχωρίσει τις δύο σορούς των παιδιών πιστεύοντας ότι έτσι θα παραπλανούσε τους φιλομοναρχικούς «Λευκούς», που θα αναζητούσαν έντεκα πτώματα και όχι εννέα. Επίσης, πειραματίστηκε με τις σορούς του Αλεξέι και της Μαρίας για να δει κατά πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η διαδικασία της αποτέφρωσης η οποία όμως διήρκησε πολλές ώρες, και για το λόγω αυτό δεν αποτεφρώθηκαν οι σοροί των υπόλοιπων θυμάτων.
Ο Γιουρόβσκι έγραφε στο ημερολόγιο του για το βράδυ εκείνο: «4.30 π.μ. το πρωί, 19 Ιούλη: Το όχημα κόλλησε στη λάσπη και δεν μπορούσε να πάει στο ορυχείο. Το μόνο που έμενε να κάνουμε ήταν να τους θάψουμε ή να τους κάψουμε…Θέλαμε να κάψουμε τον Αλεξέι και την Αλεξάνδρα, αλλά αντ′ αυτού του τελευταίου με τον Αλεξέι κάψαμε την Ντεμίντοβα (που τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν Μαρία). Θάψαμε τα απομεινάρια ακριβώς κάτω από την φωτιά, μετά φτυαρίσαμε πηλό πάνω στα απομεινάρια, και ανάψαμε ξανά άλλη φωτιά στον τάφο και στη συνέχεια πετάξαμε τις στάχτες και τα κάρβουνα για να καλυφθεί πλήρως κάθε ίχνος σκαψίματος. Εν τω μεταξύ, ένας άλλος τάφος σκάφτηκε για τους άλλους. Περίπου στις 7 το πρωί, ένας λάκκος έξι πόδια βάθος και οκτώ πόδια πλάτος ήταν έτοιμος. Τα εννέα πτώματα πετάχτηκαν στην τρύπα, τεμαχίστηκαν με φτυάρια και όλα περιλούστηκαν με θειικό οξύ, ώστε να μην μπορούν να αναγνωριστούν και να αποτραπεί η δυσωδία από τα σήψη (η τρύπα δεν ήταν βαθιά). Ρίξαμε ασβέστη, μετά καλύψαμε τον τάφο με χοντρά ξύλα και το φορτηγό πέρασε από πάνω αρκετές φορές – δεν έμεινε κανένα ίχνος. Το μυστικό κρατήθηκε – οι Λευκοί ποτέ δεν βρήκαν τον τάφο.»
Σημειώνεται ότι δεν είχε προηγηθεί κάποια δίκη, ώστε να είναι επισφραγισμένη η θανατική καταδίκη της Τσαρικής Οικογένειας. Οι Μπολσεβίκοι έπρεπε με κάθε τρόπο να κατευνάσουν την εμφύλια διαμάχη που είχε ξεσπάσει μεταξύ «Λευκών και Κόκκινων», αλλά κυρίως να μειώσουν το ηθικό και τη δύναμη της Λευκής Κίνησης, του Τσαρικού Στρατού, που ήταν καλά οργανωμένος. Ο θάνατος της Τσαρικής Οικογένειας φάνηκε, πάνω στον πανικό του Γιουρόφσκι, η καλύτερη δυνατή λύση προκειμένου να διασφαλιστεί, τόσο η νίκη των Μπολσεβίκων, όσο και η αποτροπή ανατροπής τους στο μέλλον. Η τσαρική απειλή έπρεπε μια για πάντα να μηδενιστεί. Το απεχθές έγκλημα του αιώνα, ακολουθήθηκε από την πιο κυνική απάτη μίας επίμονης διάψευσης. Το Σοβιέτ της Μόσχας, συνειδητοποιώντας εκ των υστέρων το μέγεθος του εγκλήματος της ομαδικής σφαγής, διέδιδε φήμες σύμφωνα με τις οποίες τα μέλη της Αυτοκρατορικής Οικογένειας ζούσαν. Υποστήριζε πως ήταν γραφικότητες οι διαδόσεις που μιλούσαν για τελετουργική σφαγή σε ένα υπόγειο. Ήξερε καλά πως κανείς και ποτέ δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη σφαγή μίας ολόκληρης οικογένειας με πέντε παιδιά.
Η σφαγή των Ρομανώφ. Οι σκηνές που ακολουθούν είναι σκληρές.
Ποιοι εκτέλεσαν την Τσαρική Οικογένεια…
Πέρασε σχεδόν ένας ολόκληρος αιώνας, αλλά ακόμα δεν έχει γίνει γνωστός ο ακριβής αριθμός αυτών που εκτέλεσαν την Τσαρική Οικογένεια. Άλλοι κάνουν λόγο για οκτώ άτομα και άλλοι για έντεκα. Όσοι δηλαδή ήταν και οι εκτελεσμένοι. Οι σημαντικότεροι ήταν ο Γιουρόβσκι και ο Μεντβέντιεφ-Κούντριν. Και οι δυο στη συνέχεια έγραψαν απομνημονεύματα όπου αναφέρονται με λεπτομέρειες στη νύχτα της εκτέλεσης. Και οι δυο, ως το τέλος της ζωής τους, υπερηφανεύονταν για τον ιστορικό ρόλο που έπαιξαν. Και οι δυο, ως το τέλος της ζωής τους, κατείχαν υψηλές θέσεις και παρέμεναν σεβαστά πρόσωπα της σοβιετικής κοινωνίας.
Ο Γιακόβ Μιχάιλοβιτς Γιουρόβσκι (1878-1938) το 1918 ήταν διοικητής της οικίας Ιπάτιεφ, όπου κρατούταν η τσαρική οικογένεια και επίτροπος της δικαιοσύνης του Σοβιέτ των Ουραλίων, ενώ ο ίδιος ηγήθηκε του εκτελεστικού αποσπάσματος. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Γιουρόβσκι, ο ίδιος θανάτωσε τον Τσάρο. Η συμμετοχή του Εβραίου Γιουρόβσκι στην εκτέλεση του Τσάρου έδωσε αργότερα στους εθνικιστές την αφορμή να υποστηρίζουν ότι «τον τσάρο-πατέρα μας τον σκότωσαν αλλοεθνείς». Στην πραγματικότητα, «αλλοεθνείς» ήταν μόνο τρεις. Ο ίδιος ο Γιουρόβσκι, ο Φιλίπ Ισάεβιτς Γκολοστσέκιν και ο Λετονός οπλοφόρος Τσελμς, η συμμετοχή του οποίου στην εκτέλεση δεν έχει αποδειχτεί με βεβαιότητα.
Οι δολοφόνοι του Τσάρου ήταν φίλοι και επισκέπτονταν ο ένας τον άλλο. Ο Γιουρόβσκι, μαζί με τον Γκολοστσέκιν και τον Μεντβέντιεφ, οι οποίοι επίσης συμμετείχαν στην εκτέλεση, μπροστά από μια κούπα τσάι συζητούσαν για τη θανατική ποινή, όπως για ένα κοινό θέμα. Τους άρεσε ειδικά να διαφωνούν για το ποιος εκείνη τη νύχτα πυροβόλησε πρώτος. Μια φορά ο Γιουρόβσκι συναντήθηκε με τους υπόλοιπους έχοντας θριαμβευτικό ύφος. Του είχαν φέρει ένα βιβλίο που είχε κυκλοφορήσει στη Δύση, στο οποίο αναφερόταν ξεκάθαρα ότι αυτός σκότωσε τον Νικόλαο. Ήταν ευτυχισμένος.
Ο Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Μεντβέντιεφ-Κούντριν (1891-1964), μετά την επανάσταση κατέλαβε και αυτό υψηλά αξιώματα. Ήταν για παράδειγμα βοηθός διοικητή του Α′ Τμήματος της Διεύθυνσης Ειδικών Πληρεξουσιοτήτων της Εθνικής Επιτροπής του υπουργείου Εσωτερικών της ΕΣΣΔ. Τη δεκαετία του 1930 μετέβαινε σε ΑΕΙ της επαρχίας όπου διηγούταν την εκτέλεση της τσαρικής οικογένειας. Στα τέλη της δεκαετίας του 50 έλαβε ειδική και αρκετά υψηλή – για τα δεδομένα της χώρας – σύνταξη. Μιλώντας το 1918 με τους φοιτητές της Νομικής σχολής του Κρατικού Πανεπιστημίου Μόσχας, διηγούταν με ευχαρίστηση πως το 1918 έκαναν οικονομία στις σφαίρες και σκότωναν τους εχθρούς της εργατικής τάξης με τις ξιφολόγχες.
Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο γιος του Μεντβέντιεφ έπεισε το γιο του Γκριγκόρι Νικούλιν – που θεωρείται ότι ήταν απλώς μάρτυρας στην αναγνώριση των σορών της οικογένειας Ρομανώφ ύστερα από την εκτέλεση – να ηχογραφήσει για το ραδιόφωνο τη μαρτυρία του. Ο γιος του Νικούλιν είχε πει: «Θυμάμαι ότι το 1936, όταν ήμουν μικρός ακόμη, ο Γιάκοφ Μιχάιλοβιτς Γιουρόβσκι ερχόταν σπίτι μας και κάτι έγραφε… Θυμάμαι, ότι προσπαθούσαν να διευκρινίσουν κάτι με τον πατέρα μου, και καμιά φορά διαφωνούσαν… Ποιος πυροβόλησε πρώτος τον Νικόλαο… ο πατέρας έλεγε πως αυτός πυροβόλησε, ενώ ο Γιουρόβσκι υποστήριζε ότι ο ίδιος πυροβόλησε…».
Το ίδιο διάστημα έγραψε σε ένα μαγνητόφωνο τις αναμνήσεις του ένας ακόμη από το εκτελεστικό απόσπασμα του Τσάρου, ο Ραντζίνσκι. «Κάποιος μπήκε – είχε πει – στο νερό (στη Γκάνινα Γιάμα) με σκοινιά και έβγαλε έξω τα πτώματα. Πρώτο έβγαλαν τον Νικόλαο. Το νερό ήταν τόσο κρύο, που τα πρόσωπα των νεκρών ήταν κοκκινωπά, σαν ζωντανά… Το φορτηγό κόλλησε σε ένα τέλμα και το ξεκολλήσαμε με πολύ κόπο… Και τότε μας ήρθε η σκέψη, την οποία και υλοποιήσαμε… Αποφασίσαμε ότι δεν θα βρούμε καλύτερο μέρος… Σκάψαμε πιο βαθιά μέσα σε αυτό το τέλμα… ποτίσαμε τα πτώματα με το θεϊκό οξύ… τα παραμορφώσαμε… Κοντά βρισκόταν ο σιδηρόδρομος… μεταφέραμε σάπιες σανίδες για να καμουφλάρουμε τον τάφο. Θάψαμε στο τέλμα κάποιους από τους εκτελεσθέντες και τους υπόλοιπους τους κάψαμε… Τον Νικόλαο θυμάμαι σίγουρα ότι τον κάψαμε… Και τον Μπότκιν… και, νομίζω τον Αλέξιο…».
Στις αρχές της δεκαετίας του 80, ο αρχηγός της KGB, Αντρόποφ, αρεσκόταν στο να ακούσει τα βράδια τις εξομολογήσεις των εκτελεστών του τσάρου. Φήμες αναφέρουν ότι οι ηχογραφήσεις αυτές φυλάσσονται μέχρι σήμερα στα αρχεία της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας.
Ο πρώτος νεκρός Ρομανώφ: Μέγας Δούκας Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς…
Ο Μέγας Δούκας Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς ήταν ο τέταρτος γιος του Αυτοκράτορα Αλέξανδρου Γ′, και ο μικρότερος αδελφός του Τσάρου Νικολάου Β′. Από το 1899 έως τον Αύγουστο 1904 (γέννηση του Τσάρεβιτς Αλεξέι) ήταν ο Διάδοχος του Θρόνου της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ήταν και ο πρώτος από τους Ρομανώφ που εκτελέστηκε από τους Μπολσεβίκους.
Το Φεβρουάριο 1917 ξεσπά η Επανάσταση και στις 15 Μαρτίου 1917, ο Νικόλαος Β′ παραιτείται από το θρόνο. Αρχικά τη θέση του πήρε ο γιος του Αλεξέι, αλλά επειδή σύμφωνα με τους γιατρούς ο μικρός δε θα κατάφερνε να ζήσει για πολύ μακριά από τους γονείς του που θα βρίσκονταν στην εξορία, ο Νικόλαος Β′ ανακάλεσε την απόφασή του. Έτσι η υποψηφιότητα του Μιχαήλ για θρόνο και η δημιουργία μιας συνταγματικής μοναρχίας φαινόταν η μόνη επιλογή για την ανάπτυξη της Ρωσίας.
Τυπικά ο Μιχαήλ Β′ βασίλεψε μόνο 16 ώρες λόγω της παραίτηση του αδελφού του Νικολάου Β′ και γιου του Αλεξέι. Στις 15 Μαρτίου 1917 αρνήθηκε να παραλάβει επίσημα την εξουσία, χωρίς τη συγκατάθεση του ρωσικού λαού, και κάλεσε σε υπακοή την Προσωρινή Κυβέρνηση που είχε δημιουργηθεί. Στη συνέχεια των επαναστατικών γεγονότων εγκαταστάθηκε στο παλάτι του στο Γκάτσινα. Μετά την ανταρσία του Κορνίλοφ, τέθηκε σε κατ′ οίκον περιορισμό. Στις 22 Μαρτίου του 1917 αποφασίστηκε η απέλαση του στην περιοχή του Περμ. Η απόφαση απέλασης υπογράφηκε από τον ίδιον τον Λένιν. Κατά την άφιξή τους στην πόλη Περμ ζούσε στο ξενοδοχείο ″Ερμιτάζ″, και μετά στο ″Βασιλικό Ξενοδοχείο″.
Την νύχτα μεταξύ 12-13 Ιουνίου του 1918, ο Μιχαήλ Β′ απήχθη από το δωμάτιο του ξενοδοχείου του και δολοφονήθηκε μαζί με τον γραμματέα και φίλο του, Μπρίαν Τζόνσον, από μια ομάδα αξιωματικών της τοπικής αστυνομίας, με επικεφαλής τον Γαβριήλ Μιάσνικοφ σε δασική περιοχή κοντά στο χωριό Μαλάγια Γιαζόβαγια. Οι σοροί τους δεν έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα. Στις 8 Ιουνίου του 2009, τέσσερις ημέρες πριν την 91η επέτειο της δολοφονίας τους, ο Μιχαήλ και Τζόνσον αποκαταστάθηκαν επίσημα. Η Ρωσική Κρατική Εισαγγελία δήλωσε, «Η ανάλυση του αρχειακού υλικού δείχνει ότι τα άτομα αυτά υπέστησαν καταπίεση μέσα από τη σύλληψη, την εξορία και τον περιορισμό τους χωρίς να έχουν κατηγορηθεί και να σχετίζονται με οποιαδήποτε διάπραξη συγκεκριμένων ταξικών και κοινωνικών εγκλημάτων.»
1991: Η εύρεση των λειψάνων της Τσαρικής Οικογένειας…
Το 1991 μία ομάδα αρχαιολόγων ανακάλυψε έναν τάφο κοντά στο Αικατερίνμπουργκ, πάνω στον παλαιό δρόμο που οδηγούσε στο χωριό Koptyaki στην περιοχή του ρέματος Ποροσιόνκοφ, 4,5 μίλια από τη Γκάνινα Γιάμα, και πολύ γρήγορα βεβαιώθηκαν πως άνηκε στην οικογένεια του τελευταίου Τσάρου της Ρωσίας. Όταν ανοίχτηκε, οι αρχαιολόγοι κατάλαβαν πως αντί για έντεκα λείψανα (Τσάρος Νικόλαος, Τσαρίνα Αλεξάνδρα, Τσάρεβιτς Αλεξέι, Δούκισσες Όλγα, Τατιάνα, Μαρία και Αναστασία, ο οικογενειακός γιατρός Ευγένιος Μπότκιν, ο βαλές Αλεξέι Τράππ, ο μάγειράς Ιβάν Χαριτόνοφ, και η θαλαμηπόλος της Αλεξάνδρας, Άννα Ντεμίντοβα) στον τάφο υπήρχαν μόνο εννέα, τα οποία υποβλήθηκαν σε εξέταση DNA για ταυτοποίηση στοιχείων. Ο τάφος είχε ήδη ανακαλυφθεί στις 29 Μαΐου 1979, μα διατηρήθηκε μυστικός, καθώς ο Κομμουνισμός κυριαρχούσε ακόμη στη χώρα.
H διαδικασία αναγνώρισης των προσώπων ήταν εξαντλητική. Δείγματα στάλθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για εξέταση DNA. Η ταυτοποίηση γίνεται με δείγμα από τους κατευθείαν απογόνους, που εδώ δεν υπάρχουν. Έτσι κατέφυγαν στους απογόνους των αδελφών, αλλά αποκλειστικά μέσω των γυναικών. Οι εξετάσεις έδειξαν ότι πέντε από τους σκελετούς ήταν μέλη της οικογένειας και τέσσερις όχι. Τρεις από τους πέντε διαπιστώθηκε ότι ήταν παιδιά. Η μητέρα συνδεόταν με τη Βρετανική βασιλική οικογένεια, άρα ήταν η Τσαρίνα Αλεξάνδρα. Ο Πρίγκιπας Φίλιππος, Δούκας του Εδιμβούργου, εγγονός της μεγαλύτερης αδερφής της Αλεξάνδρας, Βικτώριας του Μπατεμπεργκ, πρόσφερε δείγμα DNA για την Τσαρίνα και τα παιδιά το οποίο ταίριαζε με αυτό των σκελετών. Ο πατέρας διαπιστώθηκε ότι συνδεόταν με την Μεγάλη Δούκισσα Ξένια Αλεξανδρόβνα, αδελφή του Νικολάου Β′, άρα ήταν ο Τσάρος. Δείγμα DNA για την ταυτοποίηση του Τσάρου και των παιδιών πρόσφερε η Ξένια Νικολάεβνα Σερεμέτιεφ Σφυρή (σύζυγος του επιχειρηματία Ηλία Σφυρή) τρισέγγονη της αδελφής του Τσάρου.
Το 1993 οι Βρετανοί επιστήμονες του εργαστηρίου Ολντερμάστον επιβεβαίωσαν πως τα οστά που ανακαλύφθηκαν το 1991 ανήκαν πράγματι στον Τσάρο Νικόλαο Β′, στην σύζυγο του Αλεξάνδρα, στις τρεις από τις συνολικά τέσσερις κόρες τους και στους ακολούθων τους. Ωστόσο, οι συντονισμένες προσπάθειες να βρεθούν τα λείψανα των νεαρών Αλεξέι και Μαρίας αποδείχτηκαν άκαρπες.
Η παραπάνω εικόνα απεικονίζει τον τάφο με τα διασκορπισμένα λείψανα των εννέα εκ των έντεκα εκτελεσθέντων όπως βρέθηκαν το 1991 όταν ανοίχτηκε: 1). Άννα Ντεμίντοβα. 2). Ευγένιος Μπότκιν. 3). Μεγ. δούκισσα Όλγα. 4). Τσάρος Νικόλαος. 5). Μεγ. δούκισσα Αναστασία. 6). Μεγ. δούκισσα Τατιάνα. 7). Τσαρίνα Αλεξάνδρα. 8). Ιβάν Χαριτόνοφ. 9). Αλεξέι Τράππ.
Τα λείψανα της Αυτοκρατορικής Οικογένειας και των πιστών ακολούθων τους αναπαύτηκαν με τιμές κράτους στις 17 Ιουλίου 1998, όπου τελέστηκε με κάθε επισημότητα και μεγαλοπρέπεια η ταφή τους στο Παρεκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης στο Οχυρό των Αγίων Πέτρου και Παύλου στην Αγία Πετρούπολη, εκεί που αναπαύονταν όλοι οι Ρώσοι Αυτοκράτορες από τον Μεγάλο Πέτρο και έπειτα.
Ο Πρόεδρος Γέλτσιν και η σύζυγος του παρακολούθησαν την τελετή μαζί με τους συγγενείς των Ρομανώφ, συμπεριλαμβανομένου του Πρίγκηπα Μιχαήλ του Κεντ και πολλών επίσημων Ρώσων και ξένων προσκεκλημένων. Για τον Γέλτσιν, η μοίρα του Νικόλαου είχε και μια προσωπική διάσταση.
Ο Γέλτσιν ήταν ο επικεφαλής του Σβερντλόβσκ (Αικατερίνμπουργκ) εκείνη ακριβώς την περίοδο που ελήφθη η απόφαση για την κατεδάφιση της οικίας Ιπάτιεφ όπου και εκτελέστηκε η Τσαρική Οικογένεια. Γι′ αυτό ο ίδιος απέδιδε πάντα μεγάλη σημασία στη μορφή του Νικόλαου Β′ και της οικογένειάς του.
2007: Η εύρεση των λειψάνων του Αλεξέι και της Μαρίας…
Οι έρευνες για τον εντοπισμό των δυο αγνοούμενων παιδιών της Τσαρικής Οικογένειας τελικά ολοκληρώθηκαν στις 23 Αυγούστου 2007, όταν ερασιτέχνες Ρώσοι αρχαιολόγοι αποκάλυψαν έναν δεύτερο τάφο, σε απόσταση μόλις 64 μέτρων από τον πρώτο στο ρέμα Ποροσιόνκοφ, ο οποίος περιείχε δυο μερικώς σωζόμενους σκελετούς. Τα οστά άνηκαν σε ένα αγόρι που ήταν μεταξύ των ηλικιών δέκα και δεκατριών τη στιγμή του θανάτου του και μιας νεαρής γυναίκας μεταξύ των δεκαοχτώ και είκοσι τριών ετών. Το σημείο αυτό δείχνει να μοιάζει με το μέρος που περιγράφει ο Γιουρόφσκι στα απομνημονεύματά του. Μαζί με τα λείψανα οι αρχαιολόγοι εντόπισαν και θρύμματα ενός δοχείου που περιείχε θειικό οξύ, καρφιά, μεταλλικές λωρίδες από ένα ξύλινο κουτί και σφαίρες διαφόρων διαμετρημάτων.
Για να εξακριβώσουν την ταυτότητά τους, οι ειδικοί χρησιμοποίησαν ως μέτρο σύγκρισης το DΝΑ που είχε βρεθεί στον πρώτο τάφο και που επιβεβαιωμένα ανήκε στην οικογένεια Ρομανώφ, καθώς και γενετικό υλικό ζωντανών συγγενών της οικογένειας. Τον Μάρτιο του 2009, οι εξετάσεις DNA επιβεβαίωσαν ότι τα οστά ανήκουν στον Αλεξέι και την αδελφή του Μαρία.
Την Πέμπτη 09 Ιουλίου 2015, ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ με διάταγμα του ανέθεσε σε μια υψηλού επιπέδου διυπηρεσιακή ομάδα εργασίας την τελική ταυτοποίηση καθώς και την επίβλεψη της άμεσης επαναταφής των λειψάνων του Τσάρεβιτς Αλεξέι και της αδελφής του Μεγάλης Δούκισσας Μαρίας που βρίσκονται αποθηκευμένα στα Κρατικά Αρχεία της Ρωσίας για σχεδόν μια δεκαετία. Η ομάδα αυτή είναι υπό την ηγεσία του δεύτερου αναπληρωτή πρωθυπουργού της κυβέρνησης, Σεργκέι Πριχόντκο. «Οι ενέργειες της ομάδας εργασίας θα στοχεύουν στη διαφύλαξη της ιστορικής κληρονομιάς του ρωσικού λαού και στη δημιουργία μιας αστικής ταυτότητας του ρωσικού έθνους» υπογραμμίζετε στο διάταγμα που υπογράφει ο Μεντβέντεφ. Ενώ οι Ρώσοι ποινικοί ανακριτές έχουν αποφανθεί ότι τα λείψανα του Αλεξέι και της Μαρίας είναι αυθεντικά μετά την εξέταση DNA, η ταυτότητά τους δεν έχει γίνει αποδεκτή από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και από ορισμένους απογόνους των Ρομανώφ.
Στην ομάδα εργασίας θα συμμετέχουν, όπως τόνισε η κυβέρνηση, και μέλη εκκλησιαστικών φορέων. Ο διοικητής του Ρωσικού Κρατικού Αρχείου, Σεργκέι Μιρονένκο, δήλωσε την Παρασκευή 10 Ιουλίου: «Σήμερα, υπό τον Πρόεδρο Πούτιν, ελπίζω (η ταφή), να πραγματοποιηθεί. Τα λείψανα του Αλεξέι και της Μαρίας πρέπει να ταφούν μαζί με τους γονείς τους. Προσωπικά δεν έχω καμία αμφιβολία ότι αυτά είναι τα λείψανα του Αλεξέι και της Μαρίας και η δημιουργία αυτής της ομάδας είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός.» Ένας ανώτερος εκπρόσωπος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Vsevolod Chaplin, πιστεύει ότι η ομάδα εργασίας είναι «αξιόπιστη» και «σοβαρή», αλλά τόνισε «πρέπει να εξαλειφθούν όλες οι ερωτήσεις των ειδικών και του κοινού και ελπίζω ότι αυτό θα γίνει σε πνεύμα ειλικρίνειας και τιμιότητας.»
Οι έρευνες για την εκτέλεση του τελευταίου Τσάρου και της οικογένειάς του…
Τον Οκτώβριο του 2008 το Προεδρείο του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας αποφάσισε την αποκατάσταση του Αυτοκράτορα Νικόλαου Β′ και των μελών της οικογένειάς του. Αναγνώρισε τον Νικόλαο Β′ και την οικογένειά του ως «θύματα της πολιτικής καταστολής» αλλά η αρχική έρευνα για τον εντοπισμό των υπευθύνων του εγκλήματος εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 2009.
Η Γενική Εισαγγελία της Ρωσίας επίσης πήρε απόφαση για αποκατάσταση των μελών της Τσαρικής Οικογένειας, Μεγάλων Δούκηδων και Δουκισσών του αίματος, που εκτελέστηκαν από τους Μπολσεβίκους μετά την επανάσταση. Αποκαταστήθηκαν υπηρέτες και άνθρωποι από το στενό κύκλο της τσαρικής οικογένειας οι οποίοι εκτελέστηκαν από τους Μπολσεβίκους ή έγιναν αντικείμενο διωγμών.
Απόγονοι της Αυτοκρατορικής Οικογένειας είχαν πετύχει τον Μάιο του 2010 να ξανανοίξει η έρευνα την οποία είχε θέσει στο αρχείο δικαστήριο της Μόσχας. Οι ερευνητές της εισαγγελίας εκτιμούν ότι η δολοφονία των μελών της Τσαρικής Οικογένειας είναι ποινικό και όχι πολιτικό έγκλημα. Ο Νικόλαος Β′, η σύζυγός του Αλεξάνδρα και τα πέντε παιδιά τους φυλακίστηκαν και στη συνέχεια εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από την Τσεκά, την πολική αστυνομία του Λένιν.
Οι έρευνες δεν αποκάλυψαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο πατέρας της επανάστασης των Μπολσεβίκων, ο Βλαντίμιρ Λένιν, είχε δώσει την εντολή για την εξολόθρευση τους, και στις 14 Ιανουαρίου 2011 οι ρωσικές δικαστικές αρχές έκλεισαν οριστικά την έρευνα.
Η εξαιρετική ιστορική ταινία «Οι Ρομανώφ – Μία Αυτοκρατορική Οικογένεια – » (2000) με υπότιτλους στην αγγλική γλώσσα.
H αγιοποίηση της Αυτοκρατορικής Οικογένειας των Ρομανώφ…
Το 2000, ο Τσάρος Νικόλαος και η οικογένειά του Αγιοποιήθηκαν ως Παθοφόροι από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλαδή άνθρωποι που πέθαναν ακριβώς γιατί έζησαν σύμφωνα με την Πίστη τους και όχι Μάρτυρες που είναι εκείνοι που πέθαναν γιατί τους ζητήθηκε να αρνηθούν την Πίστη τους. Έτσι κάθε χρόνο η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά την μνήμη τους στις 17 Ιουλίου, ημέρα της δολοφονίας τους .
Η Αυτοκρατορική Οικογένεια είχε ήδη αγιοποιηθεί το 1981 από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στο Εξωτερικό από κοινού με τους πιστούς τους συνοδούς και με άλλα θύματα του Σοβιετικού καθεστώτος ως Μάρτυρες της Ορθοδοξίας.
Στη θέση της οικίας Ιπάτιεφ όπου είχαν εκτελεστεί, ανεγέρθηκε ο μνημειακός Καθεδρικός Ναός ″Εκκλησία επί του Αίματος προς τιμήν όλων των περίλαμπρων Αγίων στη Γη της Ρωσίας″, μία από τις μεγαλύτερες Ορθόδοξες Εκκλησίες της Ρωσίας, τα Θυρανοίξεια της οποίας πραγματοποιήθηκαν στις 16 Ιουλίου 2003. Η Αγία Τράπεζα του κυρίως ναού είναι ακριβώς πάνω από το σημείο της εκτέλεσης των Ρομανώφ. Το μνημειακό συγκρότημα αποτελείται από δύο παρεκκλήσια εντός του ναού, δυο καμπαναριά, μια πατριαρχική εξαρχία και ένα μουσείο αφιερωμένο στην Αυτοκρατορική Οικογένεια.
Το πρώτο παρεκκλήσι, των Αγίων Πάντων, είναι αφιερωμένο προς τιμήν όλων των περίλαμπρων Αγίων στη Γη της Ρωσίας. Συμβολίζει την άσβεστη λυχνία, αναμμένη σε ανάμνηση αυτών των τραγικών γεγονότων που συνέβησαν σε αυτόν τον τόπο. Η ιδιαιτερότητα αυτού του ευρύχωρου κεντρικού σημείου του ναού είναι τα πολλά παράθυρα τα οποία την ημέρα επιτρέπουν το άφθονο φως του ήλιου να φωτίσει όλους τους χώρους.
Το δεύτερο παρεκκλήσι του Καθεδρικού Ναού βρίσκεται στο υπόγειο και είναι αφιερωμένο προς τιμήν των Βασιλικών Μαρτύρων. Είναι το κύριο Ιερό του ναού στο σημείο εκείνο όπου η βασιλική οικογένεια μαρτύρησε. Στην κρύπτη που βρίσκεται εντός του Ιερού διασώζονται τούβλα και πέτρες από τα θεμέλια της οικίας Ιπάτιεφ.
Το Μοναστήρι των Αγίων Βασιλικών Μαρτύρων και Παθόντων…
To 2001 η Ρωσική Εκκλησία ίδρυσε, στην ευρύτερη περιοχή Γκάνινα Γιάμα, όπου είχαν πρωτοταφεί τα μέλη της Αυτοκρατορικής Οικογένειας από τους Μπολσεβίκους, το Μοναστήρι των Αγίων Βασιλικών Μαρτύρων και Παθόντων. Εκεί ανεγέρθηκαν επτά παρεκκλήσια, όσα και τα μέλη της Αυτοκρατορικής Οικογένειας και ο χώρος είναι διακοσμημένος με σύμπλεγμα αγαλμάτων και μνημείων.
Κάθε χρόνο διοργανώνονται στα μέσα Ιουλίου οι «Τσαρικές Ημέρες» και είναι αφιερωμένες στην ημερομηνία της εκτέλεσης των τσαρικών κρατουμένων. Το αποκορύφωμα είναι η ολονύκτια λειτουργία της 17ης Ιουλίου δίπλα στην ″Εκκλησία επί του Αίματος προς τιμήν όλων των περίλαμπρων Αγίων στη Γη της Ρωσίας″ και η περιφορά των εικόνων των Αγίων Βασιλικών Μαρτύρων Ρομανώφ έως το πρώην ορυχείο.
Συμμετέχουν πάντοτε δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, οι οποίοι βαδίζουν εικοσιένα χιλιόμετρα και ανάμεσά τους είναι πολλά παιδιά, ηλικιωμένες γυναίκες και κυρίως είναι μεσήλικες και νέοι.
Επίσης στο τριήμερο 17-19 Ιουλίου αφιερώνονται στη μνήμη της μαρτυρικής Τσαρικής Οικογένειας εκθέσεις, συναυλίες, καθώς και ειδικές περιηγήσεις στα σημεία, που συνδέονται με τις τελευταίες ημέρες των Ρομανώφ.
Για πολλούς οι εορτασμοί αυτοί, είναι ένα απαραίτητο βήμα για την αποκατάσταση της ιστορικής δικαιοσύνης και την αναγέννηση της δύναμης της Ρωσίας. Το αυτοκρατορικό/τσαρικό παρελθόν της Ρωσίας είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορικής της πορείας στην Ευρωπαϊκή ήπειρο.
Επιμέλεια: Ανδρέας Μέγκος
http://www.royalchronicles.gr/