Ο Ωκεανός (αρχ. ελλ. Ὠκεανός) στην αρχαία Ελληνική Μυθολογία ήταν γιος του Ουρανού και της Γαίας.
Η Ορφική Μυθολογία
Ο Ωκεανός είναι η αρχαιότερη θαλάσσια θεότητα της Ελληνικής Μυθολογίας. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στα ορφικά ποιήματα μαζί με την Τηθύ. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, η Νύχτα και ο Αιθέρας γέννησαν ένα ασημένιο αυγό, προφανώς το φεγγάρι. Από το αυγό αυτό βγήκε ο Έρωτας. Ο Έρωτας ταξινόμησε τα πάντα και έπλασε το αχανές Χάος ψηλά στον ουρανό και την γη Γαία από κάτω. Το Χάος και η Γαία ζευγαρώθηκαν με την συναίνεση του Έρωτα και γέννησαν τον Ωκεανό και την Τηθύα. Ο Ωκεανός εκ μέρους του άρχισε να γεννάει όλα τα ζωντανά πλάσματα της γης και όλους τους κατοπινούς θεούς.
Ο Ωκεανός Τιτάν
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Ωκεανός ήταν γιος του Ουρανού και της Γαίας και ισχυρότερος των δώδεκα Τιτάνων και Τιτανιδών. Όλοι τον ζήλευαν για την περίσσια δύναμή του και μονομαχούσαν συχνά για την υπεροχή. Όσες φορές προσπάθησε να βιάσει την Ήρα ο Δίας την προστάτευε και την έσωζε.
Με την αδερφή και σύζυγό του την Τηθύ έκανε απογόνους όλες τις θεότητες των ποταμών, της θάλασσας και των πηγών – τις Ωκεανίδες. Οι δυό τους ήτανε τόσο καρπεροί, που από την υπερπαραγωγή υδάτινων στοιχείων της φύσης γινόντουσαν πλημμύρες. Έτσι χωρίσανε τελικά και το κακό σταμάτησε.
Ο Ωκεανός και η Τηθύς δεν αναμίχτηκαν στην Τιτανομαχία κατά του Δία, γιαυτό και ο Δίας τους άφησε ανενόχλητους να κυριαρχούν στό υγρό τους βασίλειο. Με την άλλη του αδερφή την Θεία γέννησε τους Κέκροπες.
Ερμηνεία και προέλευση του μύθου
Ο Ωκεανός αποτελούσε την ανθρωπόμορφη ιδεατή μορφή του υδάτινου κόσμου που περιέβαλε από παντού τη Γη ως παμμέγιστος ποταμός χωρίς πηγές αλλά και χωρίς εκβολές. Μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και την απόσυρση των υδάτων οι εμφανιζόμενοι ποταμοί λίμνες πηγές κλπ. απετέλεσαν αλληγορικά τα τέκνα του Ωκεανού. Για την ερμηνεία των πηγών πίστευαν πως ο Ωκεανός ήταν εκείνος που με υπόγεια ρεύματα τροφοδοτούσε τους ποταμούς που συνέχιζαν την αέναη κίνησή τους (ροή τους) εξ ου και ονομαζοταν «αψόρρους»
Ως συνέπεια των πρώτων παρατηρήσεων ο Ωκεανός θεωρούταν ένα τεράστιος κύκλος που δίχαζε την ουράνια σφαίρα στο υπεράνω της Γης ημισφαίριο και στο υπό της Γης ημισφαίριο γι’ αυτό και ονομαζόταν επίσης «ορίζων». Κάτω από αυτή την αντίληψη όλοι οι συναφείς μύθοι παρουσίαζαν την ανατολή του Ήλιου της Ηούς, των αστέρων και των αστερισμών να γίνεται από τον Ωκεανό και στη συνέχεια να δύονται, (να βυθίζονται), επίσης σ’ αυτόν. Πέραν δε του Ωκεανού, οι αρχαίοι πίστευαν ότι βρισκόταν ο ζοφερός Άδης.
Έτσι ο Ωκεανός όπως και όλες οι άλλες παρατηρούμενες φυσικές δυνάμεις αναβιβάστηκε στην έννοια του θεού και μάλιστα, με την έννοια του αρχικού στοιχείου, ως Πατέρας θεών και πραγμάτων. Έτσι παράλληλα με την αρχική θεϊκή δυάδα Ουρανού και Γαίας, οι αρχαίοι Έλληνες (παρατηρητές) δημιούργησαν τη θεϊκή δυάδα του πατέρα Ωκεανού και της μητέρας Τηθύος από την ένωση των οποίων, κατά την Θεογονία του Ησιόδου, γεννήθηκαν οι τρισχίλιοι ποτάμιοι θεοί (ποταμοί) και οι τρισχίλιες νύμφες οι καλούμενες Ωκεανίδες (ιδεατές ισάριθμες μορφές της ροής των αδελφών τους) των οποίων και τελικά τέκνα ήταν πολλά ανθρώπινα γένη (δηλαδή οι νησιώτες και οι παραποτάμιοι λαοί).
Χρήση του ονόματος
Πρώτος που κατέγραψε ιστορικά τον Ωκεανό με την έννοια της πολύ μεγάλης θαλάσσιας έκτασης ήταν ο Ηρόδοτος όπου και έκτοτε παρέμεινε ο όρος σε παγκόσμια χρήση με την αυτή έννοια.
Καλές Τέχνες
Στη Τέχνη ο Ωκεανός αρχικά παριστάνεται κυκλικός έχοντας στο μέσον τη γη, τον ουρανό και τη θάλασσα όπως στην ασπίδα του Ηρακλή αλλά και του Αχιλλέα. Στην Αλεξανδρινή εποχή (Ελληνιστική περίοδος) παριστάνεται ως γέρος γενειοφόρος ημίγυμνος με κέρατα τράγου. Στη συνέχεια στη Ρωμαϊκή περίοδο ως γέρος ημίγυμνος καθισμένος σε ανάκλιντρο του οποίου το στρώμα αποτελούσε η επιφάνεια της θάλασσας, προσκέφαλο του, ο Όλυμπος, (η Γη), φέροντας στο κεφάλι μικρό κάλυμμα ενώ στο δεξί χέρι μακρύ σκήπτρο. Τέτοιο ακριβώς γλυπτό βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο της Νεάπολης στην Ιταλία.