Η Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (17 Οκτωβρίου 1797)
Η Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (Campoformido και μετέπειτα Campoformio, πόλη της Ιταλίας στη ΒΔ επαρχία Ούντινε) που συνάφθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1797 ήταν μια σπουδαία συνθήκη ειρήνης μεταξύ Γαλλίας και Αυστρίας η οποία και επισφράγισε την προκαταρκτική Συνθήκη ειρήνης Λεόμπεν που είχαν συνομολογήσει οι ίδιες χώρες έξι μήνες πριν. Υπογράφηκε στο Κάμπο Φόρμιο, ένα χωριό της Βενέτσια Τζούλια, (Βενετίας), ύστερα από την ήττα των Αυστριακών και τον τερματισμό της νικηφόρας εκστρατείας του Ναπολέοντος στην Ιταλία. Γεγονός είναι πως όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης μετέφερε ο ίδιος τη Συνθήκη αυτή στο Παρίσι μέσα σε εορταστική ατμόσφαιρα την παρέδωσε στα μέλη του Διευθυντηρίου στο λόγο του τόνισε τα εξής (κατά μετάφραση εποχής): «Αι δύο ωραιότεραι χώραι της Ευρώπης (Ιταλών και Ελλήνων) αι φημισμέναι άλλοτε δια τας τέχνας και τας επιστήμας και δοξασμέναι δια τους μεγάλους άνδρες που εγέννησαν, βλέπουν τώρα το πνεύμα της ελευθερίας να εξέρχεται του τάφου των προπατόρων τους». Σύμφωνα με τη Συνθήκη αυτή ισχύουν οι εξής όροι: Τέθηκε τέρμα στη μέχρι τότε ένδοξη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας μετά από 11 αιώνες ανεξαρτησίας. Λόγω δε της παρακμής της η Βενετία τελικά αναγκάζεται να δεχθεί συμμαχία με τον Ναπολέοντα η οποία ουσιαστικά είναι μια υποταγή για αυτήν. Η Βενετία χάνει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της μεταξύ των οποίων και τα Επτάνησα που περιέρχονται στη Γαλλία. Η Αυστρία εγκατέλειψε τις επαρχίες της στο Βέλγιο και συμφώνησε επίσης, με τον όρο της επικύρωσης από διάσκεψη των χωρών της αυτοκρατορίας, ότι η Γαλλία μπορούσε να προσαρτήσει τα εδάφη που είχε κυριεύσει και κατείχε στην αριστερή όχθη του Ρήνου, από τη Βασιλεία έως το Άντερναχ, συμπεριλαμβανομένου και του Μάιντς. Σε αντάλλαγμα, για την απώλεια των Αυστριακών αυτών κτήσεων στη Λομβαρδία, ο Ναπολέων παραχώρησε στους Αυστριακούς τα βενετικά εδάφη ανατολικά του ποταμού Αδίγη, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν η Ίστρια, η Δαλματία, και η ίδια η πόλη της Βενετίας. Περιέρχονται στη Γαλλία τα περισσότερα από τα εδάφη, που κατέκτησε ο Ναπολέων στην εκστρατεία του αυτή κατά του Πρώτου Συνασπισμού, κυρίως στη βόρεια Ιταλία καθώς επίσης τις ενετικές κτήσεις του ελλαδικού χώρου μεταξύ των οποίων το Βουθρωτό (σημερινή Αλβανία), την Πάργα (Νομός Πρέβεζας), την Πρέβεζα και την Άρτα. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης ιδρύθηκαν οι Δημοκρατίες των Ιταλικών Άλπεων (παράλπεια Δημοκρατία) και της Λιγουρίας στη βόρεια Ιταλία, που τελούσαν μέχρι τότε υπό γαλλική επιρροή. Επίσης η Γαλλία υποσχέθηκε να χρησιμοποιήσει την επιρροή της για να βοηθήσει την Αυστρία να αποκτήσει το Σάλτσμπουργκ και τμήμα της Βαυαρίας, ενώ ακολούθησε μυστική συμφωνία ότι κανένα εδαφικό αντάλλαγμα δεν θα δινόταν στην Πρωσία, πρώην σύμμαχο της Αυστρίας.
Γάλλοι γρεναδιέροι στην Πρέβεζα (Νοέμβριος 1797)
Μετά την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βενετίας, και με βάση τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, η Πρέβεζα, η Πάργα και τα Ιόνια νησιά περιέρχονται στους Γάλλους. O Μέγας Ναπολέων έστειλε στην Πρέβεζα ως πολιτικούς εκπροσώπους τους επιφανείς Έλληνες της Κορσικής αδελφούς Στεφανόπολι. Τον έναν από τους αδελφούς αυτούς τον είχε δηλώσει ως «κηδεμόνα» στη Στρατιωτική Σχολή όπου σπούδασε.
Ο στρατηγός Λα Σαλέστ με 280 Γάλλους Γρεναδιέρους στρατιώτες (κατ΄ άλλη άποψη 700) φτάνει στην Πρέβεζα με πλοία και μία μικρή δύναμη Γαλλικού στρατού καταφθάνει ειρηνικά επίσης στην πόλη της Πάργας. Οι Πρεβεζάνοι υποδέχονται με χαρά τους Γάλλους. Γράφουν στα έγγραφά τους “ΠΕΑ” (= «Πρώτο ‘Ετος Απελευθέρωσης»). Ο ιστορικός Κάδμιος (ψευδώνυμο μάλλον του Μάρκου Βότσαρη ΙΙ, συνταγματάρχη του Μηχανικού) γράφει (1900) για την άφιξη των Γάλλων στην Πρέβεζα:
Τω 1798, ότε υψώθη η Γαλλική σημαία επί των δήθεν επάλξεων του ερειπωμένου φρουρίου της Πρεβέζης, δεν υπήρχον επ αυτού ή τρία σιδηρά τηλεβόλα, η δε Γαλλική Δημοκρατία από πολλών μεριμνών περισπωμένη, ελάχιστον εφρόντιζε περί της σπουδαίας ταύτης θέσεως. Η άμυνα αυτής, μετά περιοχής της Νικοπόλεως είχεν εμπιστευθή εις διακοσίους ογδοήκοντα Γρεναδιέρους, υπό την διοίκησιν του Στρατηγού Λα Σαλέστ (ή La Salchette) . Μόλις ούτος ώπλισεν και ωργάνωσε την Εθνοφυλακήν της Πρεβέζης και απέστειλε πολεμοφόδια εις τους Σουλιώτας, τους προσφερθέντας να ταχθώσιν υπό την Γαλλικήν σημαίαν και συμπράξωσι προς απόκρουσιν του Αλή Πασά, εσκέφθη διά την άμυναν της προκεχωρημένης θέσεως Νικοπόλεως
Η Μάχη της Νικοπόλεως (1798 μΧ, Οκτώβριος 12)
Όπως αναφέρθηκε, στις 17 Οκτωβρίου 1797, υπεγράφη μεταξύ Βενετών και Γάλλων του Μεγάλου Ναπολέοντα Ι (Ναπολέων Βοναπάρτης), η Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (The Treaty of Campo Formio), με την οποία η Πρέβεζα με την Πάργα και τα Ιόνια νησιά περιήλθαν στους Γάλλους, ερήμην του Σουλτάνου. Οι κάτοικοι της Πρέβεζας υποδέχθηκαν τους 280 Γάλλους γρεναδιέρους υπό τον στρατηγό Λα Σαλσέτ με μεγάλη χαρά σαν απελευθερωτές, διότι είχαν δεινοπαθήσει οικονομικά και διοικητικά από τους Βενετούς. Η Πρέβεζα όμως, δυστυχώς παρέμεινε στα χέρια των Γάλλων λιγότερο από ένα χρόνο, γιατί τον Οκτώβριο του 1798 μΧ, πέρασε βιαίως στα χέρια του Αλή Πασά Τεπελενλή (Ale Pasha Tepelena), μετά τη Μάχη της Νικοπόλεως. Προφανώς, η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είδε με καλό μάτι τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, διότι υπεγράφη άνευ της δικής της συγκατάθεσης.
Πριν τη Μάχη της Νικοπόλεως: Στις 12 Οκτωβρίου 1798 (ή στις 22 Οκτωβρίου κατά την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), στα ερείπια της Νικοπόλεως, έγινε μία σκληρή μάχη, η Μάχη της Νικοπόλεως, στην οποία έλαβε μέρος η Γαλλική Φρουρά Πρέβεζας αποτελούμενη από 280-300 γρεναδιέρους υπό τον στρατηγό Λα Σαλσέτ, συνεπικουρούμενη από 200 Πρεβεζάνους πολιτοφύλακες και 60 Σουλιώτες πολεμιστές υπό τον καπετάν Χρηστάκη (Μάνος Δημήτριος, 1965). Κατά άλλη άποψη, επικεφαλής των Πρεβεζάνων πολιτοφυλάκων ήταν ο Παναγιώτης Τσαρλαμπάς, παππούς του Οδυσσέα Ανδρούτσου, και επικεφαλής των Σουλιωτών ήταν ο τυχαίως ευρεθείς στην Πρέβεζα Γεώργιος Μπότσαρης και επίσης ένα μικρότερο σώμα από την περιοχή Λάκκα Σούλι υπό τον καπετάν Χρηστάκη (Θεόφιλος Σπυράκος, 2007, σελίδα 178). Της μάχης αυτής προηγήθηκε προετοιμασία δύο μηνών με οχυρωματικά έργα. Η προετοιμασία καθυστέρησε πολύ λόγω της διαφωνίας των μηχανικών των Γάλλων, με αντικείμενο εάν οι οχυρώσεις θα είναι υπέργειες, δηλαδή ξύλινοι πύργοι, ή επίγειες, δηλαδή χαρακώματα. Πέραν αυτού, η θέση άμυνας ήταν λανθασμένη (στην σημερινή θέση Μάζωμα Πρέβεζας, ή «έλεγχος» πού βρίσκεται η ταβέρνα του Αριστείδη Ακρίβη, έξω από τα τείχη της Νικοπόλεως). Είναι προφανές ότι τα Ελληνογαλλικά στρατεύματα μειονεκτούσαν τόσο ως προς τον αριθμό στρατιωτών όσο και ως προς τη θέση τους.
Από την άλλη μεριά παρατάχθηκε ο 58χρονος τότε Αλή Πασάς Τεπελενλής, διορισμένος «περιφερειάρχης» Ηπείρου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με επικεφαλής το νεαρό γιό του Μουχτάρ Πασά, με 4.000 πεζούς και 3.000 έφιππους Τουρκαλβανούς, ένα ασκέρι δηλαδή 7.000-8.000 ανδρών. Από ότι φαίνεται, οι Γάλλοι δεν πρόλαβαν να προετοιμασθούν αμυντικά, γιατί προδόθηκαν οι οχυρωματικές εργασίες τους και η στρατιωτική τους παράταξη, με αποτέλεσμα να δεχθούν ταχεία επίθεση από τον Αλή Πασά. Ο ιστορικός Κάδμιος γράφει χαρακτηριστικά: «Ο Ισθμός ούτος της Νικοπόλεως απέχει μίαν ώραν (εννοεί με πεζοπορία φυσικά) από της πόλεως της Πρεβέζης και εθεωρήθη επιδεκτικός αμύνης. Εκτός των διακοσίων ογδοήκοντα Γάλλων Γρεναδιέρων, προσεφέρθησαν ενθουσιωδώς περί τους διακοσίους Πρεβεζαίους και εξήκοντα Σουλιώτες, ίνα αμυνθώσιν εν τη θέσει ταύτη, εκτός των προσφερθέντων ήδη και αναμενομένων Σουλιωτών. Μόλις είχεν αποπερατωθή έν πυροβολείον από λέκτρου, εις ό ο Richemont, Αξιωματικός του Μηχανικού, ετοποθέτησε δύο πυροβόλα εκ χυτοσιδήρου, όπερ ήτο και το μόνον πυροβολικόν θέσεως, γίνεται γνωστόν ότι επήρχετο ο στρατός του Αλή Πασσά, εις όν προδόται, τον ίδιον προπαρασκευάζοντες όλεθρον, είχον προδόσει την στρατιωτικήν παράταξιν των Γάλλων». Κάδμιος: «Πολεμικαί Επιχειρήσεις παρά την Πρέβεζαν», Αθήναι, Εκδόσεις Μιχαήλ Σαλίβερου, 1900, σελίδες 14-15. Μάνος Δημήτριος: «Αλή Πασάς Τεπελενλής», Εκδόσεις Άλφα, Αθήνα 1965. Μιχαήλ Ντασκαγιάννης: «Ο Χαλασμός της Πρέβεζας», Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, Απρίλιος 2005. Σπυράκος Θεόφιλος: «Ιστορία και αρχαιότητες της Ηπείρου», Αθήνα 2007, σελίδα 178-179. Γκούβας Χαράλαμπος: “Η Ιστορία του Νομού Πρέβεζας”, έκδοση Ιδρύματος “Μουσείο Τεχνών και Επιστημών Πρέβεζας Χαράλαμπος Γκούβας, 2009. Η Μάχη της Νικοπόλεως: Τα στρατεύματα του Αλή Πασά κατέφτασαν από το Μιχαλίτσι και σχεδόν περικύκλωσαν τους Γάλλους και Ελληνες. Γράφει γλαφυρά ο ιστορικός Κάδμιος: «Η πρωτοπορία του Πασσά συγκειμένη εξ επτακοσίων Αλβανών και διοικουμένη υπό του υιού αυτού Μουχτάρ, προσέβαλε πρώτη τας αμυντικάς θέσεις των Γάλλων. Οι εν Νικοπόλει ημύνθησαν καρτερικώς μέχρι πρωίας, ότε δύο λόχοι Γάλλων προσέβαλον ερρωμένως τους Αλβανούς και εξώθησαν αυτούς μέχρι των ερειπίων του αρχαίου θεάτρου της Νικοπόλεως, ευρισκομένων επί των δυτικών κλιτύων των υψωμάτων και επί της από Πρεβέζης εις Ιωάννινα αγούσης οδού. Κατά την στιγμήν εκείνην, οι εξήκοντα Σουλιώται πυροβολήσαντες εις τον αέρα κατέφυγον εις τα όρη, ήρχισε δε και εις τας τάξεις της εγχωρίου φρουράς να αναφαίνεται σύγχυσις, οι δε της προτεραίας καυχησιολόγοι να καταλαμβάνονται υπό λιποψυχίας. Ιδόντες τούτο οι εν τη πρωτοπορεία Αλβανοί επέπεσαν σφοδρότερον, αλλά δεν ηδυνήθησαν να προχωρήσωσι. Εξ άλλου ο στρατηγός La Salchette παρατηρήσας ότι το κατερχόμενον μέτωπον ήτο δυσανάλογον της αμυνομένης δυνάμεως και φοβηθείς διάσπασιν, διέταξεν την συμπύκνωσιν των ανδρών, ούτω δε η μάχη έμεινεν αμφίρροπος μέχρις της 8ης πρωϊνής, ότε ήρξαντο κατερχόμεναι αι εκ τεσσάρων χιλιάδων τουρκαλβανών, ών το τρίτον ιππείς, ορδαί του Αλή Πασσά μετ’ αλαλαγμών αγρίων…» (Κάδμιος, σελίδα 15). Η μάχη ήταν ιδιαίτερα φονική, διήρκεσε μία ολόκληρη μέρα και παρά τα οχυρωματικά έργα των Γάλλων, φυσικά τη μάχη κέρδισε ο Αλή Πασάς. Ο «συνταγματάρχης Hotte, παλαίων επί πολύ διά του ξίφους, κατώρθωσεν να φθάση μέχρι της περιβολής εις ήν ημύνετο και ο στρατηγός Λα Σαλσέτ, αγωνιζόμενος μετά εικοσιπέντε ανδρών, μέχρις εξαντλήσεως των πυρομαχικών, οπότε και παρεδόθησαν. Ο δε γενναίος Richemont ηγωνίσατο τον άπελπιν τούτον αγώνα μετ’ ολίγων στρατιωτών εντός του μεγάλου αμφιθεάτρου, ένθα και συνελήφθη…» (Κάδμιος, σελ. 16) Ο ίδιος ο Λα Σαλσέτ συνελήφθη αιχμάλωτος, βαριά τραυματισμένος και απεβίωσε. Στο μεταξύ ο λοχαγός Τίσοτ είχε την ευθύνη των αποθηκών της Πρεβέζης με τριάντα πέντε άνδρες. Συγκέντρωσε ογδόντα άνδρες και ήρθε γρήγορα στη Νικόπολη, όπου έδωσε μάχη για να απελευθερώσει τον στρατηγό Λα Σαλσέτ και τον συνταγματάρχη Hotte, αλλά συνάντησε ορδές τουρκαλβανών Έτσι ο Τίσοτ επανέκαμψε στην Πρέβεζα για να σώσει τους κατοίκους από την επερχόμενη σφαγή των Αλβανών, όπου βρήκε να τον περιμένουν τουρκαλβανοί εισελθόντες στην πόλη από άλλη οδό. Ο λοχαγός Τίσοτ έφτασε στο λιμάνι και παρατάχθηκε πίσω από την εκκλησία Αγιος Χαράλαμπος, έτσι ώστε τα νώτα του να προστατεύονται από θαλάσσης και τα πλευρά του από διπλανές κατοικίες. Ο Τίσοτ έδωσε ηρωϊκή μάχη επί δυόμιση ώρες έτσι ώστε έδωσε τον απαραίτητο χρόνο στις χριστιανικές οικογένειες να επιβιβασθούν σε βάρκες και να πάνε στο Άκτιο, ενώ η αναμενόμενη βοήθεια από τη Λευκάδα ουδέποτε έφτασε λόγω ενάντιου ανέμου. Όμως η μάχη του Tissot ήταν άνιση και «μετά πεισματώδη αγώνα οι εναπομείναντες εννέα άνδρες του, εκ των τριάκοντα έξ συνελήφθησαν, αφοπλίστηκαν και οδηγήθηκαν ενώπιον του Μουχτάρ Πασσά» (Κάδμιος, σελίδα 17). Έτσι μόνον 9 γρεναδιέροι με τους αξιωματικούς Τίσοτ και Camus έμειναν ζωντανοί, αιχμαλωτίσθηκαν και αλυσοδεμένοι στην Πρέβεζα όπου έγιναν σκοπίμως μάρτυρες της σφαγής των γυναικόπαιδων, και των προυχόντων, του εμπρησμού και της λεηλασίας της πόλης που αριθμούσε τότε 16.000 άτομα πληθυσμό. Στη συνέχεια οι Γάλλοι αιχμάλωτοι μέσω Ιωαννίνων οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τα στρατεύματα του Αλή Πασά κυρίευσαν ανενόχλητα πλέον στην Πρέβεζα.
Για πολλά χρόνια, αργότερα, κυκλοφορούσε στη Γαλλία η σοκολάτα Chocolate Poulain η οποία απεικόνιζε τον Μικρό Γάλλο Τυμπανιστή στη Μάχη της Νικόπολης (Le Petit Tambour au Siege de Nicopolis) λίγο πριν αποκεφαλιστεί. Από τη σφαγή της Νικοπόλεως ξέφυγαν λιγοστοί Σουλιώτες πολεμιστές και ελάχιστοι Πρεβεζάνοι Πολιτοφύλακες. Ο Βρετανός ναύαρχος Νέλσον (1758-1805) είχε τόσο μίσος εναντίον του Μεγάλου Ναπολέοντα, ώστε μετά τη Μάχη της Νικοπόλεως έστειλε συγχαρητήρια επιστολή στον Αλή Πασά όπου έγραφε
Εξοχότατε, παρακαλώ δεχθείτε τα θερμά μου συγχαρητήρια, για τη μεγαλειώδη νίκη σας εναντίον των Γάλλων
Οι Γάλλοι και Έλληνες αιχμάλωτοι
Εκτός από μεγάλος ληστής, μεγάλος δικτάτωρ, και μεγάλος σφαγέας, ο Αλή Πασάς Τεπελενλής ήταν και μεγάλος διπλωμάτης, δολοπλόκος και δημαγωγός. Μετά τη σφαγή της Νικόπολης, της Πρέβεζας και της Σαλαώρας, για επικοινωνιακούς λόγους, οργάνωσε μεγαλειώδη επιστροφή και υποδοχή των δυνάμεών του στα Ιωάννινα, βάζοντας τους λιγοστούς Έλληνες και Γάλλους άτυχους αιχμαλώτους να προπορεύονται της πομπής κρατώντας στα χέρια τους τα κομμένα και αλατισμένα κεφάλια των συντρόφων τους, υπό τους αλαλαγμούς και τις ζητωκραυγές του Τουρκαλβανικού πληθυσμού των Ιωαννίνων. Πολλοί από αυτούς τους αιχμαλώτους πέθαναν από τις κακουχίες στο δρόμο προς τα Ιωάννινα. Από τα Ιωάννινα, οι εννέα Γάλλοι γρεναδιέροι αιχμάλωτοι, και δύο αξιωματικοί Tissot και Camus οδηγήθηκαν σιδηροδέσμιοι στην Κωνσταντινούπολη για ανάκριση. Ο λοχαγός Camus αργότερα απελευθερώθηκε, πιθανόν με μεσολάβηση της μητέρας του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, Μαρίας Λετίτσια, και επιστρέφοντας στη Γαλλία έγινε στρατηγός και έγραψε τα απομνημονεύματά του, σε τρεις τόμους. Ο στρατηγός Camus σε κάποιο σημείο των απομνημονευμάτων του αναφέρει ότι
κατά την εκτέλεση οχυρωματικών έργων στη θέση Μάζωμα, η σκαπάνη των Γάλλων στρατιωτών αποκάλυψε το ανατολικό νεκροταφείο της Νικοπόλεως και σε λίγο πλήθος κτερισμάτων (κοσμήματα, λυχνάρια, πήλινα, κλπ) ήρθε στο φως, τα οποία όλα συλήθηκαν.
Είναι άγνωστο τι απέγιναν αυτά τα ευρήματα, γιατί σχεδόν όλοι οι Γάλλοι στρατιώτες σκοτώθηκαν στη μάχη και τα υπάρχοντά τους λεηλατήθηκαν από τους Τουρκαλβανούς του Μουχτάρ.
Το διαμάντι του Τοπ Καπί
Στο Παλάτι και Μουσείο Τοπ Καπί της Κωνσταντινούπολης εκτίθεται με αυστηρά μέτρα ασφαλείας ένα μεγάλο επεξεργασμένο διαμάντι, το τέταρτο μεγαλύτερο στον κόσμο. Πρόκειται για το μεγάλο διαμάντι που αναφέρεται η κινηματογραφική ταινία «Τοπ Καπί» πού γυρίστηκε στην Καβάλα και την Κωνσταντινούπολη το 1965 με πρωταγωνιστές την Μελίνα Μερκούρη και τον Πήτερ Ουστίνοφ.
Οι ταξιδιωτικοί οδηγοί (βιβλία) αλλά και οι ξεναγοί της Πόλης (Istanbul), γράφουν και λένε μια αφελή εκδοχή για το διαμάντι αυτό. Ότι δήθεν «βρέθηκε από ένα γεωργό στο χώμα, και αυτός το πούλησε σε ένα έμπορο κουταλιών για δύο κουτάλια και από αυτόν περιήλθε στο Σουλτάνο τον 17ο αιώνα. Γι’ αυτό αποκαλείται και το διαμάντι του κουταλά». Τελευταία λένε και μια νέα εκδοχή ότι δήθεν «το διαμάντι αυτό φόρεσε μόνο η κυρά Βασιλική σύζυγος του Αλή Πασά των Ιωαννίνων». Σε πρόσφατο ντοκιμαντέρ της Κρατικής Ιαπωνικής τηλεόρασης για την Πρέβεζα (έτος 2004) αναφέρεται ότι η απελευθέρωση του λοχαγού Camus, που συνελήφθη από τον Αλή Πασά στην Πρέβεζα, έγινε με δωρεά ενός μεγάλου κατεργασμένου διαμαντιού προς τον Σουλτάνο Σελίμ Γ΄, από τη χήρα μητέρα του Μεγάλου Ναπολέοντα Nobile Maria Letizia Bonaparte. Πιθανότατα το διαμάντι αυτό να ανήκε στη Μαρία Αντουανέτα και περιήλθε στα χέρια της (χήρας) μητέρας του Μεγάλου Ναπολέοντα, εικάζεται δε ότι το προσέφερε στον τότε Σουλτάνο Σελίμ Γ΄ σαν αντάλλαγμα για την απελευθέρωση του εραστή της λοχαγού Camus. (Ντοκιμαντέρ Ιαπωνικής Κρατικής Τηλεόρασης 2004). Πιθανότατα το διαμάντι εστάλη διά της διπλωματικής οδού με άκρα μυστικότητα από Γαλλία στην Πρέβεζα, από εκεί στα Ιωάννινα στον Αλή Πασά Τεπελενλή και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη. Η μητέρα του Μεγάλου Ναπολέοντα Ι Βοναπάρτη λεγόταν Nobile Maria Letizia Bonaparte née Ramolino ή Marie-Lætitia Ramolino, Madame Mère de l’ Empereur (24 Αυγούστου 1750 – 2 Φεβρουαρίου 1836). Είχε γεννήσει 13 παιδιά εκ των οποίων επέζησαν τα οκτώ. Την εποχή της Μάχης της Νικοπόλεως η ίδια ήταν 48 ετών. Πέθανε σε μεγάλη ηλικία 86 ετών.
Ο Σουλτάνος που πήρε το διαμάντι
Το έτος 1798 μ.Χ. που έγινε η Μάχη της Νικοπόλεως και ο Χαλασμός της Πρέβεζας, ήταν Σουλτάνος στην Κωνσταντινούπολη ο Σελίμ Γ΄. Συνεπώς αυτός είναι και ο αποδέκτης της μεγάλου διαμαντιού του Τοπ Καπί. Ο Σελίμ Γ΄ (οθωμανικά τουρκικά: سليم ثالث, Selim Salis-i, 24 Δεκεμβρίου 1761 – Ιούλιος 28/29, 1808) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ο Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1789 έως 1807. Ήταν γιος του Μουσταφά Γ΄ (1757-1774) και η μητέρα του λεγόταν Βαλιδέ Σουλτάν (Mihr-i Shah). Πραγματοποίησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση και τον Οθωμανικό στρατό με αποτέλεσμα να αποτελέσει στόχο του σώματος των Γενίτσαρων. Οι Γενίτσαροι (Janissaries) εκθρόνισαν και φυλάκισαν τον Σελίμ Γ΄, και τοποθέτησαν τον ξάδερφό του Μουσταφά στον θρόνο(1807-1708). Ο πασάς της περιοχής Rustchuk (σήμερα Ρούσε Βουλγαρία) Μουσταφά Μπαϊρακτάρης (Mustafa Bayrakdar), μια ισχυρή κομματική προσωπικότητα των μεταρρυθμίσεων, σχημάτισε ένα στρατό 40.000 ανδρών και όδευσε με πορεία για την Κωνσταντινούπολη με σκοπό την αποκατάσταση του Σελίμ Γ΄, αλλά έφτασε πολύ αργά.
Ο άτυχος μεταρρυθμιστής Σουλτάνος Σελίμ Γ΄] είχε ήδη μαχαιρωθεί στο σεράϊ (μέσα στο χαρέμι του) από τον επικεφαλής Μαύρο Ευνούχο της Αυλής Νεζίρ Αγάς και τους άνδρες του. Η τελευταία φράση του πριν πεθάνει ήταν «Αλλάχ Ακμπαρ» («Ο Θεός είναι μεγάλος») και είναι ο μόνος Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που μαχαιρώθηκε με ξίφος. Η μόνη προσφορά του Μουσταφά Μαϊρακτάρη ήταν να αποτρέψει την ενθρόνιση του Μουσταφά IV και να τοποθετήσει στον θρόνο τον Μαχμούντ ΙΙ (Μεχμέτ Β΄, 1808–1839), ο οποίος είναι και ο μοναδικός ζων, μέλος της Δυναστείας των Οσμάν (Osman). Το έτος 1798 που έγινε ο «Χαλασμός της Πρέβεζας» και συνελήφθησαν οι Γάλλοι αιχμάλωτοι, ήταν Σουλτάνος ο Σελίμ Γ΄. Συνεπώς αυτός είναι και ο αποδέκτης του μεγάλου διαμαντιού του Τοπ Καπί, από τη μητέρα του Μεγάλου Ναπολέοντα. Οσο για το έτος 1822 που αποκεφαλίστηκε ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, σουλτάνος ήταν ο Μεχμέτ Β΄, στον οποίο προφανώς περιήλθε και το διαμάντι της Μαρίας Αντουανέτας. Τον Σεπτέμβριο 2009, έγινε στην Πρέβεζα το 2ο Παγκόσμιο Συμπόσιο Ιστορίας της Πρέβεζας. Στο Συμπόσιο αυτό έλαβε μέρος και ο Διευθυντής του Μουσείου Τοπ Καπί της Κωνσταντινούπολης Dr. Ilber Ortayli, ο οποίος ανακοίνωσε εργασία με τίτλο «Society and the governor in Preveza during the time of Abdulhamid II».
Ο Χαλασμός της Πρέβεζας, ή, Σφαγή της Πρέβεζας
Μετά τη λήξη της Μάχης της Νικοπόλεως, στις 13 Οκτωβρίου 1798, οι 7.000 Τουρκαλβανοί του Αλή Πασά, πεζικάριοι και ιππείς, εισήλθαν νικητές στην απροστάτευτη πλέον Πρέβεζα, την οποία είχε ήδη εγκαταλείψει το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού τμήματος του πληθυσμού της, μεταβαίνοντας στο Άκτιο και από εκεί στα βουνά της Ακαρνανίας (Ακαρνανικά Όρη) για να διασωθεί. Αρχικά συνελήφθησαν οι Πρεβεζάνοι προεστοί, συνεργάτες των Γάλλων και αποκεφαλίστηκαν στην παραλία της Πρέβεζας, μπροστά στους Γάλλους αιχμαλώτους γρεναδιέρους και τους λοχαγούς Tissot και Camus. Η πόλη λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε ενώ όσοι Χριστιανοί δεν πρόλαβαν να την εγκαταλείψουν, σφάχτηκαν ανηλεώς. Ο Αλή Πασάς μπήκε στην Πρέβεζα δύο μέρες μετά και όπως αναφέρει ο Pouquevil αποκεφάλισε στη Σαλαώρα, 170 προύχοντες, ενώ κατά τον Αραβαντινό οι εκτελεσμένοι ήταν συνολικά 400, που παραπλανημένοι από τις υποσχέσεις του είχαν επιστρέψει. Ελάχιστοι κάτοικοι απέμειναν και αυτοί ήταν κυρίως μουσουλμάνοι. Η πλειοψηφία των προσφύγων εγκαταστάθηκε στα Επτάνησα. Ο Αλή Πασάς παρέδωσε την πόλη στη σφαγή, τους βιασμούς, τη λεηλασία και τις φλόγες, διάρκειας δύο ημερών. Αφού λεηλατήθηκαν συστηματικά όλες οι ελληνικές συνοικίες, οι Οθωμανοί βίασαν, έσφαξαν, σκότωσαν άμαχους και στο τέλος έβαλαν φωτιά και έκαψαν τα σπίτια και τις εκκλησίες των Ελλήνων. Ο Αλή Πασάς, ανάμεσα σε πολλά από τα λάφυρα του, έδειξε την προτίμησή του σε ένα χρυσό δισκοπότηρο του ναού του Αγίου Ανδρέα ή του Αγίου Χαραλάμπους, και, ένιωθε τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση πίνοντας από αυτό το ποτήρι το αγαπητό του ρακί, συστηματικά κάθε μέρα. Το διήμερο αυτό της σφαγής και λεηλασίας αποκαλείται «Ο Χαλασμός της Πρέβεζας».
Η σφαγή της Σαλαώρας (1798 μΧ, Οκτώβριος 14)
Οι Πρεβεζάνοι πολίτες που είχαν καταφύγει στο Άκτιο και τα Ακαρνανικά όρη, για να γλιτώσουν, εξαπατήθηκαν με δόλο του Αλή Πασά, ο οποίος παρέσυρε τον τότε Μητροπολίτη Άρτας Ιγνάτιο να δράσει ως δήθεν μεσολαβητής. Ο Ιγνάτιος απέστειλε κάποιον αρχιμανδρίτη μαζί με εκπρόσωπο του Αλή Πασά και διεμήνυσαν στους φυγάδες «να γυρίσουν πίσω ειρηνικά και δεν κινδυνεύουν». Η ομάδα αυτή των Πρεβεζάνων εξαπατηθείσα, οδηγήθηκε με πλοία στο λιμάνι της Σαλαώρας του Αμβρακικού Κόλπου, με την υπόσχεση ότι δήθεν «δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο», και ότι «θα εγγυόταν ο ίδιος ο Αλής την ασφάλειά τους, μέχρι να ηρεμήσουν οι Τουρκαλβανοί». Τελικά εκεί στη Σαλαώρα, χιλιάδες Πρεβεζάνοι περικυκλώθηκαν από τους Τουρκαλβανούς και αποκεφαλίστηκαν μπροστά στον Αλή Πασά! Είναι τέτοια η αγριότητα της ομαδικής σφαγής της Σαλαώρας, (διήρκεσε μία ολόκληρη μέρα) ώστε ο πρώτος δήμιος πέθανε από ανακοπή και αντικαταστάθηκε από άλλον ώρες αργότερα. Ο όρος γενοκτονία ωχριά μπροστά στη «Σφαγή της Σαλαώρας». Αποτέλεσμα της Σφαγής: Υπολογίζεται ότι μετά το «Χαλασμό της Πρέβεζας» από τους 12.000 τότε κατοίκους της πόλης παρέμειναν ζωντανοί μόνο 4.000 στην πλειοψηφία τους Αλβανοί και Οθωμανοί. Οι υπόλοιποι 8.000 είτε σφαγιάσθηκαν, είτε στάλθηκαν ως δούλοι στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. O Πρόξενος των Γάλλων στά Ιωάννινα Φρ. Πουκεβίλ περιγράφει “σφαγή 170 Ελλήνων στην Πρέβεζα” αλλά είναι προφανές ότι εννοεί την σφαγή εντός της πόλεως, όχι αυτή της Σαλαώρας (“Ο Πουκεβίλ στήν Ελλάδα”, εκδόσεις Ολκός, και “Ξένοι Περιηγητές στην Πρέβεζα”, Η “Καθημερινή”, 28 Ιανουαρίου 2001). Κατά μία άποψη οι σφαγιασθέντες με αποκεφαλισμό ανέρχονται σε 500 άτομα (Θεόφιλος Σπυράκος, σελίδα 179). Η πόλη τελικά ξανακατοικήθηκε από πολίτες γειτονικών περιοχών και απέκτησε πάλι σταδιακά τον αρχικό πληθυσμό της. (Ελευθεροτυπία: «Τα Ιστορικά»). Ενας Άγγλος περιηγητής το έτος 1808 αναφέρει ότι «βρήκε την Πρέβεζα σε άθλια κατάσταση, με πληθυσμό 3.000 άτομα, εκ των οποίων οι μισοί ήταν Τούρκοι και Αλβανοί». Είναι ενδιαφέρον αλλά όχι και παράξενο, ότι στο σημερινό Τεπελένι της Αλβανίας, την είσοδο της πόλης μπροστά στο Δημαρχείο κοσμεί ένα καλοφτιαγμένο πρόσφατο μπρούτζινο άγαλμα του Αλή Πασά Τεπελενλή σε βάση από καφέ γρανίτη (Ali Pasha Tepelena, Φωτό: Χ.Γκούβας Μάϊος, 2002), ενώ υπάρχει στην Αλβανία και το ομώνυμο διάσημο στην Αλβανία συγκρότημα δημοτικής μουσικής «Grupo Tepelenes Ali Pasha», το οποίο σε ένα από τους τελευταίους δίσκους του αφιερώνει δύο τραγούδια στα Ιωάννινα και ένα τρίτο, το τραγούδι «Koke Nestabul», ή «Koka në Stambollë» (σημαίνει «Το κεφάλι στην Κωνσταντινούπολη») αποτελεί ύμνο στον «αδικοχαμένο» Αλή Πασά Τεπελενλή.
Αίτιο της κατάληψης της Πρέβεζας
Φαίνεται ότι στα Ιωάννινα ο Αλή Πασάς Τεπελενλής ένοιωθε ανασφαλής και σκόπευε τη μετεγκατάσταση της έδρας του στην Πρέβεζα για να έχει άμεση πρόσβαση σε ουδέτερο δυτικό έδαφος, όταν θα αυτονομείτο από την Πύλη (“θα σήκωνε μπαϊράκι”). Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός των πολύ καλών σχέσεων πού είχε με τους δυτικούς διπλωμάτες και τους περιηγητές της περιοχής, Άγγλους, Γάλλους, Ολλανδούς, Δανούς, στους οποίους παρείχε στην Πρέβεζα πλουσιοπάροχη φιλοξενία, σε σημείο πού οι ίδιοι στις περιγραφές τους τον περιγράφουν με αξιοθαύμαστα λόγια. Ακόμα και οι σύζυγοι των Ευρωπαίων διπλωματών δεν φείδονται καλών λόγων για τον «ευγενέστατο κύριο Αλή Πασά, πού ήταν αβρότατος μαζί τους και τους δώριζε συχνά διαμάντια και μαργαριτάρια». Μετά τη δεύτερη κατάληψη της Πρέβεζας, ο Αλή Πασάς αν και δήλωσε πως θα σεβόταν την εσωτερική αυτονομία της πόλης, φρόντισε να τοποθετήσει στην ηγεσία της «Εξάρας» (όργανο αυτοδιοίκησης) πρόσωπα πιστά σε αυτόν. Οι Αλβανοί Μπεκήρ Αγάς και Τσατς Μπέης, όργανα του Αλή, ασκούσαν τρομοκρατία στην πόλη. Κύριο τους μέλημα ήταν να δημεύουν περιουσίες κατοίκων και να τις παραχωρούν είτε σε συμπατριώτες τους είτε σε Έλληνες πιστούς στον Αλή. (Κ.Ρωμαίος: «Eλλάς», τόμος 2ος, σελ 368-370, εκδ. Γιοβάνη).
Τελικά, ο Αλή Πασάς δεν πρόλαβε να εδραιωθεί στην νέα έδρα του την Πρέβεζα, γιατί το 1822 είχε το γνωστό άδοξο τέλος στο νησάκι των Ιωαννίνων με τον αποκεφαλισμό του από στρατεύματα του Χουρσίτ Πασά, το δε κεφάλι του πήρε αλατισμένο την οδό προς Κωνσταντινούπολη. Ο τάφος του ακέφαλου σώματός του βρίσκεται σήμερα στο Φρούριο του Ιτς Καλέ στα Ιωάννινα. Μετά το βίαιο θάνατο του Αλή Πασά, σε ηλικία 82 ετών, το 1822, η Πρέβεζα παρέμεινε στα χέρια των Οθωμανών άλλα 90 χρόνια, μέχρι την 21η Οκτωβρίου 1912, οπότε απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό υπό τον Ταγματάρχη Παναγιώτη Σπηλιάδη, προς τιμήν του οποίου φέρει το όνομα η παραλιακή λεωφόρος της Πρέβεζας.
Η επιστολή περί Χαλασμού της Πρέβεζας»
Το έτος 2004, βρέθηκε στη συλλογή παλαιών εγγράφων του Κωνσταντίνου Φίλου, μια επιστολή του έτους 1798 μΧ, του Πρεβεζάνου Σπύρου Τριάντογλου από τα Λεχαινά Ηλείας, προς τον επίσης Πρεβεζάνο Προεστό Σιόρ Αταρίνο Χουρόπουλο στους Παξούς. Η ευκατάστατη οικογένεια Αταρίνου Χουρόπουλου γλύτωσε από τη σφαγή του Χαλασμού της Πρέβεζας μετακομίζοντας έγκαιρα στους Παξούς, με όλο το βιός της όπως αναφέρεται στην επιστολή. Στην επιστολή αυτή γίνεται αναφορά στο Χαλασμό της Πρέβεζας. Με αφορμή αυτή την επιστολή ο Χαράλαμπος Γκούβας και ο Κωνσταντίνος Φίλος, μελέτησαν τη διαθέσιμη βιβλιογραφία και με τη συνεργασία δύο ειδικών στην ψηφιακή φωτογραφία (Γεώργιος Καρράς και Θωμάς Τσεκούρας), κατασκεύασαν Μία αφίσα με τίτλο «Ο Χαλασμός της Πρέβεζας». Η αφίσα αυτή είχε σαν σκοπό να κάνει γνωστό στο ευρύ κοινό το φοβερό αυτό ιστορικό γεγονός το οποίο άγνωστο γιατί πέρασε στα ψιλά της ιστορίας. Η Αφίσα εκτίθεται στο Δήμο Πρέβεζας, στη Νομαρχία Πρέβεζας, την Αστυνομία Πρέβεζας , σε ορισμένες δημόσιες Υπηρεσίες της πόλης.
ΠΗΓΗ : WIKIPEDIA