Ελληνική Εκστρατεία της Ουκρανίας
Ελληνική Εκστρατεία της Ουκρανίας

Με την ονομασία Εκστρατεία της Κριμαίας ή Εκστρατεία της Ουκρανίας, ειδικότερα στην ελληνική ιστορία, χαρακτηρίζεται η ελληνική συμμετοχή με εκστρατευτικό σώμα στην εκστρατεία που επιχείρησε η Γαλλία (ως κύριο μέλος της Αντάντ) κατά των Μπολσεβίκων στη Κριμαία και γενικότερα στη περιοχή της Ουκρανίας το 1918-1919.

Η συμμετοχή της Ελλάδος στην εκστρατεία αυτή αποφασίστηκε από τον ίδιο τον Έλληνα πρωθυπουργό Ε. Βενιζέλο και την κυβέρνησή του, (χωρίς την παρουσία αντιπολίτευσης), όπου και προσφέρθηκε να συμμετάσχει με τρεις μεραρχίες.
Η εκστρατεία αυτή όχι μόνο υπήρξε ατυχής, γεγονός που διαφαινότα εξ αρχής, αλλά και πολύ καταστροφική για τον ελληνογενή πληθυσμό όλης της εκεί και γύρω περιοχής, από τα αντίποινα που ακολούθησαν στη συνέχεια σε βάρος του, με δολοφονίες, καταστροφές, διωγμούς, εκτοπίσεις κ.λπ.
Ιδιαίτερα όμως χαρακτηριστικός ήταν ο κίνδυνος που διέτρεξε το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα και τα ελληνικά πολεμικά πλοία που συμμετείχαν σ΄ αυτή, από την φαυλότητα των Γάλλων που λίγο έλειψε η «συμμαχική» εκστρατεία να εξελιχθεί σε αναμεταξύ σύρραξη γεγονός που αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή με την παρουσία αγγλικών θωρηκτών που προσκλήθηκαν επί τούτου.

  • Ανεξάρτητα όμως της έκβασης της εκστρατείας της Κριμαίας η συμμετοχή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος σ΄ αυτήν αποτέλεσε και το κυρίαρχο επιχείρημα του Ε. Βενιζέλου υπέρ της δικαίωσης των ελληνικών αιτημάτων στη διάσκεψη που ακολούθησε, ένα χρόνο μετά, στη Συνθήκη των Σεβρών.
  • Με το πέρας της εκστρατείας αυτής το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα μεταφέρθηκε στη Μικρά Ασία για ενίσχυση του μετώπου της μικρασιατικής εκστρατείας που μόλις είχε ξεκινήσει.

Επικρατούσα κατάσταση

Μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων τον Οκτώβριο του 1917 η κατάσταση που διαμορφώθηκε έδωσε την ευκαιρία στη Γερμανία ν΄ απελευθερώσει από το Ανατολικό Μέτωπο σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις της τις οποίες και μετέφερε στο Δυτικό Μέτωπο. Αυτό συνέβη διότι μεταξύ των όρων της συνθήκης Μπρεστ Λιτόφσκ (Μάρτιος 1918) που επέβαλε η Γερμανία στη μπολσεβική Ρωσία ήταν η ίδρυση της Ουκρανίας, η παραχώρηση της Αρμενίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς και η ανεξαρτησία της Γεωργίας.
Με τη συνθήκη αυτή η Γερμανία πέτυχε να σπάσει κυριολεκτικά τον αποκλεισμό των συμμάχων (της Αντάντ) και να εκμεταλλεύεται πλήρως τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της άλλοτε τσαρικής Ρωσίας μέχρι της γραμμής “Νάρβα – Κουρσκ – κοιλάδα Ντόνετς – Αζοφική” που αποτελούσε και τείχος κατά του Μπολσεβικισμού. Μετά απ΄ αυτό οι δυνάμεις της Αντάντ που βρίσκονταν στη βαλκανική περιήλθαν σε δυσμενή επιχειρησιακά θέση άνευ αντικειμενικού σκοπού.
Παράλληλα όμως τότε ο ρωσικός εμφύλιος πόλεμος είχε ανάψει σ΄ όλες τις περιοχές από την Ουκρανία μέχρι Βαλτική και Σιβηρία. Ειδικότερα όμως οι Πολωνοί, Ουκρανοί και Ρώσοι δεν μάχονταν μόνο τους Μπολσεβίκους αλλά και μεταξύ τους.
Οι Αγγλογάλλοι με την εξέλιξη αυτή επιθυμώντας την διάλυση των Μπολσεβίκων προκειμένου η Ρωσία να επανέλθει στη συμμαχία και ν΄ ανασυσταθεί το Ανατολικό Μέτωπο για να αποκλειστεί η Γερμανία άρχισαν να εφοδιάζουν με όπλα και πυρομαχικά τις μεγαλύτερες αντιμπολσεβικικές δυνάμεις που ήταν η στρατιά του Α. Ντενίκιν, που δρούσε στη νότια Ρωσία και η στρατιά του Κολτσάκ που δρούσε στη Σιβηρία. Τελικά αποφάσισε η Γαλλία να στείλει εκστρατευτικό σώμα με συμμετοχή και ελληνικού προς βοήθεια των δυνάμεων του Ντενίκιν.

Ανάληψη εκστρατείας

Στις 27 Οκτωβρίου του 1918 ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζορζ Κλεμανσό, πρώην γιατρός, ενημερώνει τον Γάλλο στρατηγό του Μακεδονικού Μετώπου, Φρανσέ ντ΄ Εσπεραί, ότι πρόθεση της Αντάντ είναι να επέμβει στη Κριμαία με κύριο σκοπό κατά δήλωσή του:

«να συνεχίσωμεν εκεί την πάλην κατά των Κεντρικών Δυνάμεων, αλλά και όπως πραγματοποιήσωμεν τον οικονομικόν αποκλεισμόν του Μπολσεβικισμού και προκαλέσωμεν την πτώσιν του».

Επ΄ αυτού ο στρατηγός Nτ΄ Εσπεραί, ποιο σώφρων, εξέφρασε αντίθετη άποψη στηριζόμενος αφενός στον περιορισμένο αριθμό στρατού που διέθετε, για μια τέτοια επιχείρηση, και αφετέρου τόσο στη τετραετή μέχρι τότε καταπόνησή του στρατού του, όσο και στην ακαταλληλότητα της εποχής, επισείοντας έτσι τον κίνδυνο οδυνηρών συνεπειών. Δυστυχώς όμως δεν εισακούσθηκε. Τα γεγονότα αυτά μαρτυρούν παράλληλα ότι κανείς μέχρι τότε δεν είχε τη στοιχειώδη διορατικότητα για να προβλέψει ότι το τέλος του πολέμου πλησίαζε από ημέρα σε ημέρα.
Έτσι, ενώ τρεις ημέρες μετά, στις 31 Οκτωβρίου υπογράφεται η Ανακωχή του Μούδρου και στις 11 Νοεμβρίου υπογράφεται η Ανακωχή της Κομπιέν (1918), όπου ουσιαστικά με τη δεύτερη έληξε και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ένα μήνα μετά, στις 18 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους αποβιβάστηκε στην Οδησσό η 156η γαλλική μεραρχία.

Συμμετέχουσες δυνάμεις

Τις συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην εκστρατεία της Κριμαίας συγκροτούσαν:

α) Δύο γαλλικές μεραρχίες: η 156η, και η 30η που στάλθηκε στην Οδησσό από Ρουμανία.
β) Μία πολωνική μεραρχία (η 4η πολωνική μεραρχία), που βρισκόταν ήδη στην Οδησσό.
γ) Το Ελληνικό Α’ Σώμα Στρατού (που συγκροτούνταν από 3 μεραρχίες: την 1η, τη 2η και τη 13η), που αποφάσισε να στείλει η ελληνική κυβέρνηση, που προπαρασκευάστηκε στη Μακεδονία, και
δ) Τμήματα του αντιμπολσεβικικού στρατού του Ντενίκιν, που βρίσκονταν ήδη στις περιοχές της Οδησσού και της Κριμαίας.

Στις 10 Ιανουαρίου του 1919 αποβιβάστηκε στην Οδησσό ο Γάλλος στρατηγός Ντ΄ Ανσέλμ ο οποίος και ορίστηκε γενικός αρχηγός όλων των συμμετασχόντων δυνάμεων.
Αξιοσημείωτο από στρατιωτικής άποψης ήταν ότι οι παραπάνω γαλλικές μεραρχίες ήταν ήδη “σκελετωμένες” επειδή, από 15 ημέρες πριν, είχε αρχίσει η αποστράτευση των Γάλλων στρατιωτών και η παράδοση του οπλισμού των. Περί δε του πυροβολικού των γαλλικών αυτών μεραρχιών δεν υπάρχουν σαφή και πλήρη στοιχεία. Συνεπώς η σημαντικότερη και ουσιαστικά η κύρια δύναμη που διέθετε ο στρατηγός Ντ΄ Ανσέλμ ήταν το ελληνικό Α’ Σώμα Στρατού που διατηρούσε την εμπόλεμη διάταξη και δύναμή του.

Ελληνικό εκστρατευτικό σώμα

Ο Ε. Βενιζέλος μόλις πληροφορήθηκε τις διαθέσεις των Γάλλων για την εκστρατεία της Κριμαίας έσπευσε αμέσως να χαιρετήσει την ιδέα προσφέροντας μάλιστα στη διάθεσή τους ολόκληρη δύναμη Σώματος Στρατού,ελληνικού, εκ τριών μεραρχιών, δηλαδή μεγαλύτερη δύναμη από εκείνη με την οποία εκστράτευαν οι Γάλλοι. Προ αυτής της προσφοράς του Έλληνα πρωθυπουργού, η γαλλική κυβέρνηση του Κλεμανσό αποδέχθηκε ευγνώμονα αυτή, δίνοντάς του «υποσχέσεις» περί της υποστήριξης των ελληνικών διεκδικήσεων, χωρίς όμως τίποτε το καθοριστικό.
Παρατηρήθηκε όμως ότι η αποστολή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος έγινε αφενός μεν βεβιασμένα, αφετέρου δε με πολύ παράδοξο τρόπο. Κατ΄ αρχήν δεν υπήρχε οργάνωση μεταφοράς, αλλά ούτε και προγραμματισμός αποστολής. Έτσι η αποστολή του γίνονταν κατά τμήματα από τον λιμένα Θεσσαλονίκης, κυρίως με γαλλικά μεταγωγικά χωρίς το βαρύ οπλισμό, πυροβόλα κ.ά. τα οποία στέλνονταν στη συνέχεια με μεταγωγικά και φορτηγά πλοία. Δεν υπήρχε επίσης ελληνική διοίκηση αυτού, αλλά με την άφιξή των τμημάτων του στη Κριμαία περιέρχονταν αυτά υπό τις διαταγές Γάλλων διοικητών και διασκορπίζονταν ανά μικρότερες μονάδες, τάγματα και λόχους χωρίς μεταξύ τους συνοχή. Αλλά και οι Γάλλοι δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο επιχειρήσεων, εκτός από το «βλέποντας και κάνοντας».
Τις πρωινές ώρες της 20ης Ιανουαρίου του 1919 αποβιβάζονται στην Οδησσό τα πρώτα ελληνικά τμήματα της 2ης ελληνικής μεραρχίας, το 34ο σύνταγμα πεζικού και το 7ο σύνταγμα πεζικού. Ενώ το 2ο σύνταγμα της 13ης Μεραρχίας αποβιβάστηκε στις 24 Μαρτίου στη Σεβαστούπολη. Λίγες ημέρες μετά αποβιβάζονται και τα τελευταία υπόλοιπα τμήματα. Τελικά εκ των τριών μεραρχιών που αρχικά προορίζονταν για την εκστρατεία αυτή από ελληνικής πλευράς στάλθηκαν μόνο δύο η 2η και η 13η , η 1η μεραρχία δεν έλαβε μέρος.

Μέτωπα επιχειρήσεων

Σημεία αποβάσεων των συμμαχικών δυνάμεων στην εκστρατεία της Κριμαίας ήταν αρχικά η Οδησσός και στη συνέχεια η Σεβαστούπολη επί της χερσονήσου της Κριμαίας. Μετά την άφιξη της 156ης γαλλικής μεραρχίας στην Οδησσό και των πρώτων ελληνικών τμημάτων που τέθηκαν υπό τις διαταγές του στρατηγού Μποριούς (διοικητού της 156ης μεραρχίας) δημιουργήθηκαν τρία μέτωπα:
α) το μέτωπο Μπερεζόφκα (110 χλμ. Β. της Οδησσού),
β) το μέτωπο Νικολάϊεφ (100 χλμ. ΒΑ. της Οδησσού), και
γ) το μέτωπο της Χερσόνας, (40 χλμ. ανατολικότερα του προηγουμένου), από το οποίο και ξεκίνησαν ο επιχειρήσεις.

 Μέτωπο Χερσόνας

Στη Χερσόνα είχαν μεταφερθεί ένα ελληνικό τάγμα πεζικού (εκ του 34ου συντάγματος), που συγκροτούνταν από 23 αξ/κούς και 853 οπλίτες, και ένας γαλλικός λόχος με 2 πυροβόλα των 65 χιλ. συνολικής δύναμης 145 ανδρών, που τελούσαν όλοι υπό τις διαταγές του Γάλλου ταγματάρχη Ζανσόν.
Η ανάπτυξη του μετώπου της Χερσόνας αποτελούσε βασικά γραμμή άμυνας που βασίζονταν σε προκεχωρημένη γραμμή γύρω από το σιδηροδρομικό σταθμό, που κατείχε ένας λόχος του ελληνικού τάγματος, και στη κύρια γραμμή αντίστασης που αποτελούσε το φρούριο της πόλης που κατείχε η υπόλοιπη παραπάνω δύναμη.
Την 1η Μαρτίου ο ελληνικός προκεχωρημένος λόχος έλαβε τελεσίγραφο του Ρώσου Αταμάνου Γρηγόριεφ διοικητού μεραρχίας Μπολσεβίκων που βρισκόταν στη Νιβγιαρόσκα, να καταθέσει τα όπλα και να αναχωρήσει από την περιοχή μέχρι την επομένη στις 17.00 ώρα, καταλήγοντας ότι «δεν εγνώριζε να υπάρχει διαφορά τις, οιασδήποτε φύσεως μεταξύ Ελλάδος και Ρωσίας». Η άμεση όπως απάντηση που δόθηκε ήταν: «είναι ανάξιον των απογόνων του Λεωνίδου να εγκαταλείπωσι τας εαυτών θέσεις».
Έτσι την επομένη στις 2 Μαρτίου και ώρα 14.00 άρχισαν οι Μπολσεβίκοι να προσβάλουν την πόλη βομβαρδίζοντας αυτήν και την παραλία εξαπολύοντας επίθεση πεζοπόρων τμημάτων. Την επίθεση αυτή απέκρουσαν όλες οι δυνάμεις του μετώπου ελληνικές και γαλλικές διατηρώντας την θέση τους, ανταποκρινόμενα πλήρως και τα δύο γαλλικά πυροβόλα με την βοήθεια των πυρών και της παραπλέουσας γαλλικής κανονιοφόρου «Πλούτων». Τις επόμενες όμως τέσσερις ημέρες (3-6 Μαρτίου) οι Μπολσεβίκοι συνέχισαν αμείωτα τον βομβαρδισμό με θωρακισμένα κανονιοφόρα τρένα.
Στις 7 Μαρτίου οι Μπολσεβίκοι με ισχυρές δυνάμεις πεζικού κατάφεραν μετά από πείσμωνα αγώνα να καταλάβουν το ανατολικό τμήμα της πόλης, το τηλεγραφείο και το νεκροταφείο. Την επομένη άρχισε η πίεση και από τη δυτική πλευρά με συνέπεια η θέση των αντιμαχομένων δυνάμεων να γίνεται δυσχερής. Στις 9 Μαρτίου εξαπολύεται ορμητική μπολσεβική επίθεση πεζικού με θωρακισμένα τρένα όπου τελικά καταλαμβάνεται ο σιδηροδρομικός σταθμός με συνέπεια τα ελληνικά τμήματα βαλλόμενα και από πολίτες να καταφύγουν στο φρούριο και η γαλλική δύναμη στη παραλία.
Η κατάσταση πλέον ήταν πολύ κρίσιμη όταν το μεσημέρι έφθασαν συμμαχικές ενισχύσεις με δύο ελληνικά τάγματα εκ του 1ου συντάγματος πεζικού υπό τον συνταγματάρχη Γαργαλίδη όπου κατόρθωσε την νύκτα και απεγκλώβισε το ελληνικό τάγμα από τον ερυθρό κλοιό πλην όμως από τις οδομαχίες που ακολούθησαν, τόσο από τους μπολσεβίκους που είχαν εισχωρήσει στην πόλη, όσο και από ομάδες κατοίκων που πυροβολούσαν από τα παράθυρα, εξανάγκασαν την γενική υποχώρηση των εκεί εκστρατευτικών δυνάμεων.
Τις πρωινές ώρες στις 10 Μαρτίου τα ελληνικά και γαλλικά τμήματα υποχώρησαν εγκαταλείποντας την πόλη όπου και επιβιβαζόμενα σε πλοία μεταφέρθηκαν στην Οδησσό. Η επιβίβαση και ο ασφαλής απόπλους έγινε με την υποστήριξη των πυρών μοίρας του γαλλικού στόλου. Οι ελληνικές απώλειες στο μέτωπο αυτό ήταν 12 αξ/κοί και 245 οπλίτες.

Μέτωπο Νικολάιεφ

Το μέτωπο Νικολάιεφ υποστήριζε το 7ο σύνταγμα πεζικού, του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος που τελούσε υπό τις διαταγές του Γάλλου συνταγματάρχη Λεγκέ. Ένα τάγμα του συντάγματος αυτού είχε προωθηθεί στο Βουτοτόπ (2 χλμ. Α. του Νικολάιεφ). Η υποχώρηση και η εγκατάλειψη αφενός της Χερσόνας και αφετέρου οι συνεχώς ογκούμενες δυνάμεις των Μπολσεβίκων εξανάγκασε τον στρατηγό των επιχειρήσεων της εκστρατείας να διατάξει την εγκατάλειψη του μετώπου Νικολάιεφ η οποία και ακολούθησε στις 06.00 ώρα της 14ης Μαρτίου με την μεταφορά των δυνάμεων στην Οδησσό, εγκαταλείποντας το μεγαλύτερο μέρος του υλικού τους.
Τό απόγευμα της ίδιας ημέρας εισήλθαν στη πόλη οι μπολσεβικικές δυνάμεις του Γρηγόριεφ.

Μέτωπο Μπερεζόφκα

Το Μέτωπο Μπερεζόφκα υπήρξε το σημαντικότερο των επιχειρήσεων της εκστρατείας της Κριμαίας μέχρι την αναγκαστική εκκένωση και της Οδησσού από τα συμμαχικά στρατεύματα. Το μέτωπο αυτό, στη πραγματικότητα αμυντική γραμμή, άρχισε να αναπτύσσεται στις 20 Φεβρουαρίου όταν στάλθηκε ένα τάγμα εκ του 34ου συντάγματος πεζικού στο Βασιλίνοβο (120 χλμ Β.ΒΑ. της Οδησσού) μαζί με κάποιες γαλλικές μονάδες Ζουάβων (Αλγερινο-Μαροκινο-Σενεγαλέζων).
Οι πολεμικές συγκρούσεις με τους μπολσεβίκους ξεκίνησαν στις 7 Μαρτίου 1919 όταν πεζοπόρα τμήματα των τελευταίων με πυροβολικό επιτέθηκαν στο αριστερό τμήμα της διάταξης που αποκρούσθηκαν σχετικά εύκολα.
Στις 11 Μαρτίου όλη η συμμαχική δύναμη κατόπιν εντολής του στρατηγείου Οδησσού μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς στη περιοχή Μπερεζόφκα όπου το αναφερόμενο ελληνικό τάγμα ανέλαβε τις προφυλακές προς τη διεύθυνση του Βασιλίνοβο, ανατολικά της σιδηροδρομικής γραμμής, τα δε τμήματα των Ζουαβών δυτικά της σιδηροδρομικής γραμμής. Τα τμήματα αυτά άρχισαν σιγά – σιγά να ενισχύονται.
Στις 16 Μαρτίου μια γαλλική αναγνωριστική μονάδα κινούμενη προς τη Κολοσόφκα διαπίστωσε την ύπαρξη εκεί μεγάλης δύναμης μπολσεβικικών μονάδων, η οποία όμως γινόμενη αντιληπτή επέτρεψε ατάκτως συνεχώς βαλλόμενη υπό πυροβολικού.
Στις 17 Μαρτίου η επίθεση των Μπολσεβίκων κατά της Μπερεζόφκας αποκρούσθηκε επιτυχώς από τα ελληνικά τμήματα προφυλακών.
Την επομένη 18 Μαρτίου 1919 και ενώ σχεδιάζεται η υποχώρηση και νέα μεταφορά των δυνάμεων, ακολουθεί η μεγάλη και σφοδρή επίθεση των Μπολσεβίκων με θωρακισμένα άρματα, όπου και διεξάγεται η γνωστή ομώνυμη «μάχη της Μπερεζόφκας» που κράτησε όλη την ημέρα. Μετά την άτακτη υποχώρηση αρχικά των γαλλικών τμημάτων, εγκαταλείποντας ακόμα και τους τραυματίες τους, άρχισε το βράδυ και η εσπευσμένη υποχώρηση των ελληνικών τμημάτων και δύο ιλών Ρώσων εθελοντών, προς την περιοχή της Σέρμπκα, βαλλόμενοι και από τις οικίες της πόλης.
Οι ελληνικές απώλειες στο μέτωπο της Μπερεζόφκα ήταν 9 αξ/κοί και 135 οπλίτες με όλο το υλικό των εκεί ελληνικών μονάδων.

Ανασυγκρότηση δυνάμεων

Από τις 19 Μαρτίου τουλάχιστον τα ελληνικά τμήματα άρχισαν να διαμορφώνουν άνα νέο αμυντικό μέτωπο προκάλυψης της Οδησσού στο ύψος της Σέρπσκας. Το μέτωπο αυτό άρχισαν να ενισχύουν στη συνέχεια γαλλικά και αντιμπολσεβικικά ρωσικά στρατεύματα. Στις 26 Μαρτίου είχε επεκταθεί στα δεξιά μέχρι την Καπιτάνσκα ενισχυμένο με μία ρωσική ταξιαρχία, ένα ρωσικό ουλαμό βαρύ πυροβολικού των 120 χιλ. προστιθέμενα και με δύο τάγματα του 5/42 συντάγματος Ευζώνων. Στη δύναμη αυτή προστέθηκαν ένας ουλαμός γαλλικού πυροβολικού των 75 χιλ. και δύο ουλαμοί ιππικού (ένας γαλλικός και ένας ρουμανικός). Τη γενική διεύθυνση του μετώπου αυτού ανέλαβε ο Γάλλος στρατηγός Νερέλ, διοικητής της 30ης γαλλικής μεραρχίας.
Οι Μπολσεβίκοι που δεν έπαψαν να παρακολουθούν όλες τις κινήσεις των εκστρατευτικών δυνάμεων εκμεταλλευόμενοι τα σιδηροδρομικά δίκτυα συνέχισαν τον βομβαρδισμό με σιδηροδρομικά κανόνια να προσβάλουν τις θέσεις του νέου μετώπου εξαναγκάζοντας το αριστερό κέρας να υποχωρήσει και να συμπτυχθεί παρά το Μπολ Μπουγιαλίκ. Προχωρώντας τότε ο διοικητής του 3ου συντάγματος αντ/ρχης Κονδύλης σε αντεπίθεση ανακατέλαβε όλες τις θέσεις που είχαν εγκαταλειφθεί παρά το σιδηροδρομικό σταθμό Σέρπσκας. Οι Μπολσεβίκοι όμως έφεραν νέες δυνάμεις επιχειρώντας υπερκερωτικούς ελιγμούς.

Διάταξη δυνάμεων

Στις 1 Απριλίου του 1919 η διάταξη των εκστρατευτικών δυνάμεων στη περιοχή είχε ως ακολούθως:

– 2 ελληνικά τάγματα του 5/ 42 συντάγματος Ευζώνων βόρεια του σιδηροδρομικού σταθμού Μπουγιαλίκ.
– 1 ελληνικό τάγμα (το 1ο), του 3ου συντάγματος σε υψώματα ανατολικά του Μπουγιαλίκ.
– 1 ελληνικό τάγμα (το 2ο), του 3ου συντάγματος, εφεδρεία, στο σταθμό του Μπουγιαλίκ.
– 1 ελληνικό τάγμα (το 3ο), του 3ου συντάγματος, εφεδρεία στο σταθμό Ριέντζας
– Μία ελληνική μοίρα ορειβατικού πυροβολικού με ένα ουλαμό γαλλικού πυροβολικού πίσω από τη γραμμή των 2 ταγμάτων των Ευζώνων.
– 1 ελληνικό τάγμα του 34ου συντάγματος, στη Κρεμυδόφκα, στη διάθεση του στρατηγού Νερέλ καλύπτοντας τη διοίκησή του.
– 1 ελληνικό τάγμα (το 3ο), του 5/42 Ευζώνων, στη περιοχή Παυλίκα ως πλαγιοφυλακή και εφεδρεία.
– Μία ρωσική ταξιαρχία με υπόλοιπες γαλλικές δυνάμεις στη γραμμή Καπιτάνκα και Αλεξανδρόφσκα, ανατολικά του Μπουγιανλίκ.

Κατάρρευση μετώπου

Στις 2 Απριλίου οι Μπολσεβίκοι εξαπολύουν σφοδρή επίθεση στην αμυντική γραμμή Καπιτάνσκα – Αλεξανδρόφσκα υποχρεώνοντας την εκεί ρωσική ταξιαρχία σε υποχώρηση στην Αμίσκοβ, όπου και αυτή μετά από σφοδρή μάχη να εγκαταλείψει και να συνεχίζει να υποχωρεί. Παράλληλα οι Μπολσεβίκοι άρχισαν να προσβάλλουν με θωρακισμένα οχήματα και τη θέση των ελληνικών τμημάτων. Η επιθετική ορμή τους αρχικά ανακόπηκε. Προ της πίεσης όμως αυτής και του κινδύνου τα τμήματα αυτά να κυκλωθούν μετά την υποχώρηση των Ρώσων, ο στρατηγός Νερέλ διέταξε τη γενική υποχώρηση και σύμπτυξη στη γραμμή Κουπάνκα -Μαλ Μπουγιαλίκ. Κατά τη σύμπτυξη αυτή το ελληνικό τάγμα που βρισκόταν στη Παυλίνκα απομονώθηκε και δίνοντας μάχη ζωής θανάτου κατόρθωσε τη νύκτα να διαφύγει.
Έτσι οι νέες θέσεις άμυνας των Ρώσων ήταν το Κρεμύντοβο και η Γρηγοριεύκα κοντά στα παράλια.
Στις 5 Απριλίου οι Μπολσεβίκοι εξαπολύουν νέα γενική επίθεση την οποία αποκρούει με επιτυχία το υπό τον Κονδύλη 3ο σύνταγμα πεζικού, ενώ αντίθετα οι Ρώσοι συνέχισαν και πάλι να υποχωρούν άτακτα προς Οδησσό εγκαταλείποντας τη συνοχή με τις άλλες δυνάμεις. Συνέπεια αυτού ήταν η υποχώρηση να συμπαρασύρει και τα άλλα τμήματα εξαναγκάζοντας έτσι τον στρατηγό Νερέλ να διατάξει γενική υποχώρηση και νέα σύμπτυξη στο παρά την Οδησσό τελευταίο προγεφύρωμα. Το οποίο και είχε οργανώσει αμυντικά το ελληνικό 7ο σύνταγμα πεζικού μετά τη μεταφορά του από το μέτωπο Νικολάιεφ.

Εκκένωση Οδησσού

Τελικά η υποχώρηση ήταν τόσο ορμητική που ούτε και στο τελευταίο προγεφύρωμα κρατήθηκε άμυνα με συνέπεια να διαταχθεί η εκκένωση της Οδησσού. Σ΄ αυτό συνέβαλε ιδιαίτερα η εχθρική στάση των κατοίκων απέναντι των εκστρατευτικών δυνάμεων θεωρώντας τις ως δυνάμεις κατοχής βάλλοντας εναντίον τους εκ των νώτων.
Προ της δημιουργούμενης νέας κατάστασης ο στρατηγός Νερέλ διέταξε τότε όλες οι δυνάμεις να διεκπεραιωθούν στη δεξιά όχθη του Δνείστερου μεταξύ Μπεντέρι και Άκερμαν προκειμένου να κρατηθεί πλέον εκεί η άμυνα της Βεσσαραβίας μαζί με ρουμανικές και πολωνικές δυνάμεις. Τελικά οι Μπολσεβίκοι σταμάτησαν την προέλασή τους στον Δνείστερο.

Άμυνα ισθμού Περεκόπ

Κατά το χρόνο που επερχόταν το τέλος των επιχειρήσεων στην Ουκρανία το 2ο σύνταγμα της 13ης ελληνικής μεραρχίας που είχε αποβιβαστεί από τις 24 Μαρτίου στη Σεβαστούπολη υποστήριζε τις υπό τον Ρώσο στρατηγό ρωσικές δυνάμεις (4η και 5η μεραρχία) κατά των Μπολσεβίκων στην άμυνα της Κριμαίας παρά τον Ισθμό του Περεκόπ. Επίσης μία δύναμη 2.000 Γάλλων ασχολούνταν σε διάφορες πόλεις της Κριμαίας με την τήρηση της τάξης.
Τελικά και η γραμμή άμυνας του ισθμού Περεκόπ υποχώρησε αφενός λόγω των ανεπαρκών δυνάμεων έναντι των Μπολσεβίκων αφετέρου λόγω του πολύ χαμηλού ηθικού των ρωσικών μονάδων. Παρά ταύτα το ελληνικό σύνταγμα σύναψε σφοδρές μάχες κατά μεμονωμένων δυνάμεων ειδικά στο Γιουσούν (25 χλμ. Ν. του Περεκόπ) και στο Εσκήκιοϊ-Ζάμα (50 χλμ. Ν. του Περεκόπ). Τελικά συνεχιζόμενης της υποχώρησης τούτο συμπτύχθηκε με τις υπάρχουσες γαλλικές δυνάμεις περί τη Σεβαστούπολη όπου και οργάνωσε της εγγύς άμυνα της πόλης, ενώ η κύρια ρωσική δύναμη υποχώρησε στη Θεοδοσία.
Στις 15 Απριλίου ξεκίνησε η σφοδρή επίθεση των Μπολσεβίκων που εξακολούθησε και την επόμενη ημέρα. Στην επίθεση αυτή ομόφρονες κάτοικοι έβαλαν από τα νώτα τα συμμαχικά στρατεύματα. Στο λιμένα της πόλης μεταξύ των άλλων πολεμικών πλοίων, γαλλικών και ρωσικών κυρίως θωρηκτών, ήταν και δύο ελληνικά, το θωρηκτό ΚΙΛΚΙΣ και το αντιτορπιλικό ΠΑΝΘΗΡ που με δραστικά πυρά έβαλαν κατά των θέσεων των Μπολσεβίκων. Τελικά η όλη επίθεση εκείνη αποκρούσθηκε με επιτυχία, όπου την επομένη συνάφθηκε ανακωχή.

Ανακωχή

Η ανακωχή της Κριμαίας συνάφθηκε στις 17 Απριλίου με δεκαήμερη διάρκεια που έληγε στις 27 Απριλίου. Κατά το διάστημα αυτό αποφασίστηκε η εκκένωση της Κριμαίας και η μεταφορά όλου του συμμαχικού υλικού στη Κωνσταντινούπολη.

Γαλλο-ελληνικό επεισόδιο

Στις 19 Απριλίου πριν αποφασιστεί η εκκένωση της Κριμαίας, Γάλλοι ναύτες των θωρηκτών Φρανς, Ζαν Μπαρτ, Βερντέν, Ζουστίς και Μιραμπώ που ναυλοχούσαν στο λιμένα της Σεβαστούπολης όταν εξήλθαν στη ξηρά ενώθηκαν με κάποιο πλήθος κομουνιστών κατοίκων όπου κρατώντας κόκκινες σημαίες περιέρχονταν στους δρόμους φωνάζοντας «ζήτω οι Μπολσεβίκοι». Φθάνοντας δε και διερχόμενοι μπροστά από τον στρατωνισμό του 10ου λόχου του ελληνικού συντάγματος αποδοκίμαζαν τους Έλληνες στρατιώτες προκαλώντας τους με υβριστικές φράσεις. Όταν ο διοικητής του λόχου ενημέρωσε σχετικά και ζήτησε από τον Γάλλο φρούραρχο Ντε Βιλεπέν οδηγίες τι να πράξει, αντί ο τελευταίος να καλέσει γαλλικό απόσπασμα για τη σύλληψη των Γάλλων ναυτών, τη διάλυση των διαδηλωτών και να επιβάλει την τάξη, αρμοδιότητα που ασκούσαν οι Γάλλοι, έδωσε εντολή στον ελληνικό λόχο να προβεί αυτός στις αναγκαίες ενέργειες κάνοντας ακόμα και αν χρειαστεί χρήση όπλων.
Τότε ο διοικητής του λόχου διέταξε την έξοδο της μονάδας και βολές στον αέρα για τη διάλυση των διαδηλωτών. Δεχόμενος όμως ο λόχος πυρά από τον όχλο διέταξε πυρ εναντίον αυτού. Από τα πυρά πέντε πολίτες σκοτώθηκαν και τρεις Γάλλοι ναύτες τραυματίσθηκαν, το πλήθος διασκορπίστηκε ενώ πολλοί Γάλλοι ναύτες συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στα πλοία τους από γαλλικά αποσπάσματα που στάλθηκαν στη συνέχεια να τους παραλάβουν. Ο τραυματισμός όμως των Γάλλων ναυτών εξαγρίωσε τα πληρώματα των γαλλικών θωρηκτών απειλώντας βομβαρδισμό των ελληνικών πλοίων και των ελληνικών θέσεων στη ξηρά.

Αγγλική αποτροπή

Στις κρίσιμες εκείνες ώρες ο Άγγλος συνταγματάρχης Σμάιτ που είχε καταπλεύσει την προηγουμένη με τρία αγγλικά αντιτορπιλικά έθεσε αυτά προ των ελληνικών πλοίων και τηλεγράφησε στη Κωνσταντινούπολη για επείγουσα αποστολή θωρηκτών. Έτσι την επομένη το απόγευμα κατέφθασαν 4 αγγλικά θωρηκτά «ντρεντνώτ» υπό τον ναύαρχο Κάλθορπ ο οποίος μετά την αποβίβασή του στη ξηρά έσπευσε και συγχάρηκε το ελληνικό στράτευμα τηλεγραφώντας στην ελληνική κυβέρνηση:

«Οι Έλληνες στρατιώται και ναύται δύνανται να είναι σήμερον υπερήφανοι ότι είναι Έλληνες».

Τέλος εκστρατείας

Τελικά μία εβδομάδα μετά το περιστατικό άρχισε η εκκένωση της Κριμαίας όπου στις 28 Απριλίου 1919, μια ημέρα μετά τη λήξη της ανακωχής, επιβιβάστηκε το ελληνικό σύνταγμα, μαζί με τις υπόλοιπες δυνάμεις, και το βράδυ της ίδιας ημέρας όλα τα πλοία απέπλευσαν για Κωστάντζα Ρουμανίας, όπου και έληξε η εκστρατεία της Κριμαίας.

Πηγές

  • “Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια” τομ.ΙΘ΄, σελ.223.
  • Κ. Παπαρρηγόπουλος «Επίτομος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» επιμέλεια Α. Δασκαλάκη Αθήναι 1958, σελ.914.
  • Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ/ΓΕΣ) «Το ελληνικόν εκστρατευτικόν Σώμα εις μεσημβρινήν Ρωσίαν» Αθήναι 1960.
  • ΔΕΚ/ΓΕΣ «Στρατιωτική Ιστορία Νεότερης Ελλάδος» Αθήναι 1980 σελ. 90-93..
  • www.wikipedia.org
Κοινοποιήστε το!
FacebookTwitter

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: