O πύργος είναι μέρος ενός Βυζαντινού και Οθωμανικού οχυρωμένου οικισμού που από την αρχαιολογική υπηρεσία ονομάζεται «Μεσαιωνικό φρουριακό συγκρότημα των Σιδηροκαυσίων». Στην εξιστόρηση για τον ξεσηκωμό της Χαλκιδικής το 1821, ο οικισμός αναφέρεται ως Κάστρο Ισβόρου.
Χαρακτηριστικό στοιχείο του οικισμού ήταν ότι απετέλεσε κέντρο μεταλλευτικής δραστηριότητας που γνώρισε μεγάλη άνθηση επί Τουρκοκρατίας.
Το τοπωνύμιο «Σιδηροκαύσια» (που οι Τούρκοι το απέδωσαν «Σιδεροκάψι») απαντάται για πρώτη φορά τον 9ο αιώνα. Ήταν ένα από τα οκτώ χωριά της Χαλκιδικής που γνωρίζουμε ότι υπήρχαν την εποχή εκείνη.
Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, μαζί με την περιοχή της Ιερισσού και και της Ρεβενίκιας (σημερινή Μεγάλη Παναγιά) αποτελούσαν το κατεπανίκιον της Ιερισσού ή της Αραβενικείας.
Στο μέρος αυτό υπήρχε κάποια μεταλλευτική δραστηριότητα ήδη από τους Ρωμαϊκούς χρόνους, η οποία όμως ατόνησε καθώς υπήρχαν πιο αποδοτικά μεταλλεία στην αχανή Ρωμαϊκή επικράτεια. Η μεταλλευτική παραγωγή επανέκαμψε κατά τον 9ο αιώνα όταν το Βυζάντιο είχε ήδη χάσει πολλά εδάφη.
Η μεγάλη άνθηση σημειώθηκε μετά την Οθωμανική κατάκτηση. Τον 15ο αιώνα λειτουργούσαν 500-600 καμίνια όπου γινόταν παραγωγή διαφόρων μετάλλων, κυρίως αργύρου και μολύβδου. Οι μεταλλωρύχοι ήταν υποχρεωμένοι να αποδίδουν στο Σουλτάνο το 1 στα 12 δράμια αργύρου της παραγωγής τους.
Ο πληθυσμός στα Σιδηκαύσια έφτασε τους 7000 αποτελούμενους από πολλές διαφορετικές εθνικότητες καθώς είχαν μεταφερθεί εκεί μεταλλουργοί από όλα τα Βαλκάνια, Εβραίοι, Αρμένιοι κλπ. Τον 16ο αιώνα επετράπη και η λειτουργία νομισματοκοπείου.
Όμως ακολουθεί μια περίοδος παρακμής κατά τον 17ο αιώνα λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και λόγω της πτώσης της απόδοσης των μεταλλείων.
Κατά τον 18ο αιώνα γίνονται προσπάθειες επαναλειτουργίας των μεταλλείων. Το 1705 τα χωριά της περιοχής, τα λεγόμενα Μαντεμοχώρια, αποκτούν το δικαίωμα της αυτοδιαχείρισης και εκμετάλλευσης των μεταλλείων αργύρου. Για το σκοπό αυτό συστήνεται ένας Μεταλλευτικός Συνεταιρισμός, το «Κοινόν του Μαδεμίου» στη διοίκηση του οποίου μετέχουν οι εκπρόσωποι των 12 μεγάλων χωριών. Η μόνη τους υποχρέωση απέναντι στην Υψηλή Πύλη είναι η παράδοση ενός αντιτίμου ύψους 550 λιβρών αργύρου το χρόνο.
Ακολουθεί μια εποχή οικονομικής άνθησης που τελειώνει με την αποτυχία της επανάστασης του 1822, οπότε τα Μαντεμοχώρια χάνουν την αυτονομία τους.
Από τον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινο οικισμό των Σιδηροκαυσίων σώζονται ο συγκεκριμένος μεμονωμένος πύργος σε λόφο βορειοδυτικά των Σταγείρων και το κονάκι και ο πύργος του Μαντέμ Αγά απέναντι στο Άλσος του Αριστοτέλη. Πιστεύεται ότι αυτή η ομάδα κτισμάτων κατασκευάστηκε κατά την πρώτη οθωμανική περίοδο ακμής του οικισμού, δηλαδή κατά τον 15ο ή το πολύ στις αρχές του 16ου αιώνα.
Εκτός από τους πύργους, διατηρείται ένα λουτρό στην ανατολική παρειά του λόφου, ένα δεύτερο βόρεια του χωριού και θεμέλια ενός μιναρέ, σχετιζόμενα με την ύπαρξη τεμένους. Υπάρχουν επίσης και διάσπαρτοι τοίχοι, τόσο στο λόφο του Αγίου Δημητρίου όσο και στην πλαγιά του βουνού, που θα χρησίμευαν ως άνδηρα γα τις οικίες, οι οποίες είχαν κτιστεί εκεί. Παλιότερα ήταν ευδιάκριτα και υπολείμματα άλλων πύργων ανάμεσα στα σπίτια του χωριού.
ΠΗΓΗ kastra.eu