22 Αυγούστου 1976. Ο θάνατος της διεθνούς φήμης πιανίστριας Τζίνα Μπαχάουερ στη μονοκατοικία της στο Χαλάνδρι, σηματοδοτεί την έναρξη μιας σειράς παράξενων γεγονότων που κατέταξαν το σπίτι αυτό σε έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους αστικούς μύθους.
Και πώς να μην είναι άλλωστε; Σκοτεινό, με τις κουρτίνες του να ανεμίζουν από τον αέρα που μπαίνει από το σπασμένο παράθυρο, θυμίζοντας πως κάποτε υπήρχε ζωή μέσα σε αυτό και με τις πόρτες ερμητικά κλειστές, «σφραγισμένες» από τη μέσα μεριά, θυμίζει σκηνικό χολιγουντιανής ταινίας τρόμου.
Ακόμα και η υγρασία του σπιτιού σε συνδυασμό με τα τριξίματα που ακούγονται από το ξύλινο πάτωμα του σαλονιού και τα παράθυρα, μοιάζουν να συμπληρώνουν απόλυτα την ήδη ανατριχιαστική αίσθηση που σου προκαλεί το σπίτι αυτό στη διασταύρωση των οδών Προφήτη Ηλία και Μάρκου Μπότσαρη, από τη στιγμή που θα περάσεις την πόρτα του.
Οι κάτοικοι της περιοχής σπανίως μιλούν για τη μονοκατοικία της Μπαχάουερ, παρότι το εν λόγω οίκημα αποτελεί πόλο έλξης τόσο για τους Έλληνες λάτρεις του μυστηρίου, όσο και για τους θαυμαστές της καταξιωμένης καλλιτέχνιδας, οι οποίοι ταξιδεύουν στην Ελλάδα μόνο και μόνο για να δουν και να ζήσουν από κοντά έναν από τους πιο «classic urban legends of Athens» – όπως γράφουν τα ξένα Μέσα.
Εμείς, βρεθήκαμε εκεί και φωτογραφήσαμε κάθε γωνιά των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων του σπιτιού, ανακαλύπτοντας μάλιστα κάτι που κανείς μέχρι σήμερα δεν είχε βρει. Κάτι που ελάχιστοι θα ήθελαν να δουν…
Ποια ήταν, όμως, η Τζίνα Μπαχάουερ και πώς το πολυτελέστατο σπίτι της κατέληξε στην σημερινή του κατάσταση;
The Queen Of Pianists. Έτσι έμεινε στην ιστορία της Τέχνης η «ρομαντική» Τζίνα Μπαχάουερ. Γεννημένη στην Αθήνα στις 21 Μαΐου του 1913 από Ιταλίδα μητέρα και Αυστριακό πατέρα, γρήγορα έδειξε την κλίση της στη μουσική, αποφασίζοντας να ακολουθήσει καριέρα πιανίστριας ήδη από την ηλικία των 5 ετών. Ήταν μετά την παρακολούθηση του ρεσιτάλ πιάνου του περίφημου πιανίστα Εμίλ φον Σάουερ. Αμέσως, το κορίτσι ζήτησε από τους γονείς του –οι οποίοι αγαπούσαν πολύ τη μουσική, αλλά ποτέ δεν ασχολήθηκαν επαγγελματικά- να τη γράψουν στα μαθήματα πιάνου και όλα πήραν το δρόμο τους.
Μέχρι τα 19 της χρόνια που έφυγε για το Παρίσι, είχε στο ενεργητικό της σημαντικές σπουδές στο πιάνο, συνεργασίες με μερικούς από τους πιο αξιόλογους δασκάλους, αλλά και τιμητικές διακρίσεις που ελάχιστοι είχαν πετύχει στη δική της ηλικία. Το ταξίδι της είχε σκοπό να τη βοηθήσει να εξελιχθεί μουσικά και να γνωρίσει τις παγκοσμίου φήμης «διάνοιες» της μουσικής, προκειμένου η αγάπη της για το πιάνο να γίνει γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο. Μόλις ολοκλήρωσε επιτυχώς τον κύκλο σπουδών της εκεί, έβαλε πλώρη για αλλού.
Επόμενος σταθμός, το Λονδίνο. Ταξιδεύει στη βρετανική πρωτεύουσα για να βρεθεί στο πλευρό του Σεργκέι Ραχμάνινοφ και να μάθει μέσα από αυτόν όσα περισσότερα μπορεί για τη μεγάλη της αγάπη, το πιάνο. Μαζί του ταξίδεψε σχεδόν σε ολόκληρο τoν κόσμο, κάνοντας το όνομά της να συζητιέται συνεχώς για το ταλέντο και την ιδιαίτερη εμφάνισή της.
Διόλου λεπτεπίλεπτη, επιβλητική, με κατάμαυρα μαλλιά και έντονο βλέμμα, η Τζίνα καθήλωνε τους πάντες στο πέρασμά της. Όταν ξεκινούσε να παίζει, όσοι την είχαν μπροστά τους έμεναν άφωνοι. Ήταν ο συνδυασμός ταλέντου και παρουσίας που την έκανε τόσο μοναδική, παρότι δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα όμορφη.
«Το χαμόγελό της έλαμπε. Καθόταν πάντα στητά και έκανε πολύ λίγες χειρονομίες όσο μιλούσε. Όλη η έκφρασή της βρισκόταν στα μάτια της. Είχε τετράγωνους ώμους και έκανε τα μαλλιά της έναν τεράστιο, στρογγυλό κότσο. Η λάμψη της αρκούσε για να φωτίσει ένα ολόκληρο εστιατόριο», αναφέρει ο συγγραφέας Μάρτιν Μάγερ.
Λίγο μετά τα 21 της χρόνια γυρίζει στην Ελλάδα και ξεκινά να βγάζει τα προς το ζην ως πιανίστρια. Ήταν το 1935 όταν πραγματοποίησε το πρώτο της κονσέρτο με τη Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών, στο πλευρό του αρχιμουσικού Δημήτρη Μητρόπουλου. Και πάλι, όμως δεν ήταν ικανοποιημένη. Αποφασίζει λοιπόν να διδάξει στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών, προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα και να ταξιδέψει ξανά στην Ευρώπη. Τα καταφέρνει. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεσπά κατά τη διάρκεια περιοδείας της στην Αίγυπτο, με την ίδια λόγω αυτού να καταλήγει αποκλεισμένη στο Κάιρο.
Δεν έμεινε όμως με σταυρωμένα τα χέρια. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου έδωσε 630 κονσέρτα σε στρατόπεδα και νοσοκομεία, καταφέρνοντας να γίνει η αγαπημένη καλλιτέχνις των στρατιωτών. Στην Αίγυπτο παντρεύτηκε τον Έλληνα επιχειρηματία Ιωάννη Χριστοδούλου, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το γάμο ή τη μεταξύ τους σχέση. Το μόνο που αναφέρεται στη βιογραφία της, είναι πως ο επί δύο δεκαετίες σύζυγός της, πέθανε ξαφνικά το 1950.
Μετά το τέλος του πολέμου, η Τζίνα ταξιδεύει στο Λονδίνο και πετυχαίνει να συνεργαστεί με τον βρετανικής καταγωγής βιολιστή και διευθυντή ορχήστρας, Άλεκ Σέρμαν, τον οποίο μάλιστα λίγο αργότερα παντρεύτηκε! Ο Σέρμαν της είχε τέτοια αδυναμία, που δε δίστασε να αφήσει την καριέρα του για χάρη της Τζίνα. Μόνο και μόνο για να προωθήσει τη δική της, ως μάνατζερ, με κάθε κόστος. Όταν ρωτήθηκε για την κίνησή του αυτή, είπε στωικά: «Μαέστροι υπάρχουν πάρα πολλοί. Υπάρχει, όμως, μόνο μία Τζίνα Μπαχάουερ».
Οι δυο τους δεν απέκτησαν ποτέ παιδιά, έμειναν όμως μαζί μέχρι το τέλος της ζωής της Τζίνα. Ένας τέλος που γράφτηκε μέσα στο σπίτι της στο Χαλάνδρι μια ημέρα που η ίδια περίμενε με ανυπομονησία να έρθει. Ήταν η 22η Αυγούστου του 1976, η ημέρα που η Τζίνα θα πραγματοποιούσε μια μοναδική εμφάνιση στο Ηρώδειο για το Φεστιβάλ Αθηνών, μαζί με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Ουάσιγκτον.
Η Μπαχάουερ, άλλωστε, ήταν αγαπημένο παιδί των Αμερικανών μουσικών, με τη στενή της σχέση με τον μαέστρο Μαουρίς Αμπραβανέλ, να της έχει ανοίξει πολλάκις την πόρτα για τη συμμετοχή στη Συμφωνική Ορχήστρα της Γιούτα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η πρώτη της εμφάνιση μπροστά στο αμερικανικό κοινό είχε λάβει χώρα τον Οκτώβριο του 1950, με μόλις 35 άτομα να την παρακολουθούν.
Οι κριτικές, ωστόσο, ήταν διθυραμβικές και η Τζίνα είδε το όνειρό της να γίνεται πραγματικότητα. Και το άξιζε. Όσοι τη γνώριζαν έκαναν λόγο για μια πολύ σκληρά εργαζόμενη καλλιτέχνιδα που δε δίσταζε –σε αντίθεση με τους περισσότερους του είδους της- να πηγαίνει στα κονσέρτα της πολύ νωρίτερα, προκειμένου να τοποθετήσει το πιάνο στο σωστό σημείο και να εξασκηθεί πριν την εμφάνισή της.
Το τέλος της Τζίνα Μπαχάουερ
Μια ζωή γεμάτη φήμη, δόξα και πολλές πολλές επιτυχίες, φτάνει στο τέλος της λίγο πριν τη μεγάλη βραδιά στο Ηρώδειο. Τη Μπαχάουερ βρίσκει νεκρή στο δωμάτιό της στη μονοκατοικία Χαλανδρίου ο σύζυγός της, Άλεκ Σέρμαν. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα και ήταν έτοιμη για την αναχώρησή της για τη συναυλία της. Την είχε προδώσει η καρδιά της.
Η Τζίνα έφυγε από τη ζωή μέσα στο σπίτι που τόσα χρόνια είχε μετατραπεί σε άντρο καλλιτεχνών. Από εκεί πέρασαν δεκάδες νέοι που αγαπούσαν τη μουσική και που η Μπαχάουερ λάτρευε να βοηθά και να διδάσκει. Μαθήτριά της υπήρξε και η Πριγκίπισσα Ειρήνη της Ελλάδας και της Δανίας, κόρη του Βασιλιά Παύλου και της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Η ίδια ήθελε να είναι για τους μαθητές της τόσο πολύτιμη όσο στάθηκαν για εκείνη οι δικοί της δάσκαλοι, μεταξύ των οποίων και ο Άλφρεντ Κορτώ.
Το «στοιχειωμένο» σπίτι στο Χαλάνδρι
Οι μύθοι γύρω από την υψηλής αισθητικής κατοικία της Μπαχάουερ στο Χαλάνδρι είναι πολλοί. Ασυνήθιστοι θόρυβοι, μελωδίες πιάνου και η παρουσία μιας μαυροφορεμένης γυναίκας μέσα και γύρω από αυτό είναι μερικά από αυτά που ακούγονται περί των όσων συμβαίνουν εκεί.
Φυσικά, αυτό δεν προκαλεί σε κανέναν εντύπωση, καθώς ο κόσμος λατρεύει το μυστήριο και αρέσκεται στις μεταφυσικές ιστορίες. Πόσα, όμως, από αυτά που ακούγονται για την Οικία Μπαχάουερ είναι αλήθεια και πόσα υπερβολές; Ο πιο διαδεδομένος μύθος είναι αυτός που θέλει τον ήχο ενός πιάνου να ακούγεται από το εσωτερικό του σπιτιού, σα να προσπαθεί η Τζίνα να ολοκληρώσει το τελευταίο της κονσέρτο… Το πιο παράξενο; Όσο κι αν ψάξαμε το σπίτι, δε βρήκαμε κανένα πιάνο.
Οι ήχοι, όμως, και η αίσθηση πως ποτέ δεν είσαι μόνος εκεί μέσα αποτελούν πραγματικότητα.
Για να εισέλθει κανείς στη μονοκατοικία θα πρέπει να πηδήξει τα κάγκελα της αυλής και να μπει από τη μπαλκονόπορτα, που είναι και η μόνη μη σφραγισμένη είσοδος. Όλες οι άλλες πόρτες είναι κλειδωμένες και… αμπαρωμένες, με αποτέλεσμα να μη μπαίνει το παραμικρό φως στους περισσότερους χώρους του σπιτιού.
Το πρώτο που θα δει κανείς είναι το τεράστιο σαλόνι με το τζάκι και το ξύλινο πάτωμα.
Προχωρώντας προς την είσοδο του σπιτιού, παρατηρείς τις χρυσές κουρτίνες που κανείς δε βρέθηκε –παραδόξως- να κλέψει ή να καταστρέψει. Ανεμίζουν συνεχώς, παρά το λιγοστό αέρα που περνά από το μισοσπασμένο παράθυρο.
Κάτι που προκαλεί εντύπωση, είναι το γεγονός πως σε αντίθεση με άλλα εγκαταλελειμμένα κτήρια μεγάλης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, όπως είναι η Βίλα του Ιόλα στην Αγία Παρασκευή ή η Βίλα Λεβίδη στην Παλλήνη, στο εσωτερικό του σπιτιού της Τζίνας Μπαχάουερ δεν υπάρχει ούτε ένα γκράφιτι.
Οι ντουλάπες της καλλιτέχνιδας υπάρχουν ακόμα, άδειες, με το μοναδικό στοιχείο «ζωής», μερικές κρεμάστρες που έμειναν να θυμίζουν πως κάποτε ήταν γεμάτες με τα υπάρχοντα της πιανίστριας. Μία κρεμάστρα βρίσκεται πίσω από την πόρτα. Οτιδήποτε άλλο έχει καταστραφεί. Στο δωμάτιο της Τζίνα, υπάρχει ένας υπνόσακος, πιθανότατα κάποιοι άστεγου που βρήκε καταφύγιο εκεί.
Νεκροταφείο ζώων το υπόγειο του σπιτιού
Την απόλυτη φρίκη συναντά κανείς στο υπόγειο του σπιτιού. Κατεβαίνοντας τη μεγάλη εσωτερική σκάλα, το σκοτάδι γίνεται εντονότερο. Δεξιά βρίσκεται το μπάνιο και αριστερά η κουζίνα. Τα πάντα στο μπάνιο έχουν λεηλατηθεί. Η κουζίνα είναι σε καλύτερη κατάσταση. Στα ράφια υπάρχουν ακόμα μερικά μπαχαρικά και κουτιά τροφίμων και πολλά συρτάρια.
Το μεγαλύτερο μυστικό της μονοκατοικίας βρίσκεται στην κουζίνα. Στο βάθος, βρίσκεται μια συρταριέρα, με όλα τα συρτάρια κλειστά. Όταν ανοίξαμε ένα από αυτά, σίγουρα δεν περιμέναμε αυτό που θα αντικρίζαμε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Δεν επρόκειτο για μια απλή συρταριέρα μα για… «ησυχαστήριο» νεκρών ζώων.
Οι σκελετοί μικρόσωμων ζώων βρίσκονται παντού, χωρίς να μπορεί κανείς να προσδιορίσει περί τίνος πρόκειται. Γάτες; Κουνέλια; Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως. Τραβώντας λίγο περισσότερο το πρώτο συρτάρι, η εμφάνιση μιας μουμιοποιημένης γάτας, ήταν σίγουρα το highlight της εξερεύνησης του σπιτιού. Ποιος την έβαλε εκεί; Κανείς δεν θα μάθει.
Το πιθανότερο σενάριο είναι να τοποθετήθηκε εκεί αφού πέθανε, για να «μείνει στο σπίτι». Το πιο παράδοξο; Η Τζίνα Μπαχάουερ λάτρευε τις γάτες και συνήθιζε να τις μαζεύει στην αυλή του σπιτιού της για να τις ταΐζει.
Μέχρι σήμερα, θα βρει κανείς κουτιά από κονσέρβες γάτας στον κήπο, ενώ λέγεται πως ακόμα και οι θαυμαστές της που πηγαίνουν να δουν το σπίτι, φέρνουν φαγητό για τις γάτες της γειτονιάς που –για έναν απροσδιόριστο λόγο- κατακλύζουν το χώρο.
Μία από αυτές έμεινε να κοιτάζει από το παράθυρο καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μας στο δωμάτιο της Τζίνα…
Η αίσθηση που σου προκαλεί το υπόγειο του σπιτιού είναι απερίγραπτη. Κυρίως μετά την αποκάλυψη του μεγάλου του «μυστικού». Οι γείτονες, εκτός από τις δεκάδες γάτες, σχολιάζουν συνεχώς την παρουσία μιας τεράστιας χελώνας στον κήπο, την οποία όποτε και να επισκεφτεί κανείς το σπίτι θα βρει στο ίδιο ακριβώς σημείο.
Γιατί εγκαταλείφθηκε η Οικία Μπαχάουερ;
Μετά το θάνατό της, ο Σέρμαν συγκέντρωσε ό,τι άφησε εκείνη πίσω της, προσωπικά της έγγραφα, ηχογραφήσεις, φωτογραφίες και βραβεία και τα δώρισε στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου Brigham Young της Γιούτα. Ήταν το ελάχιστο που θα μπορούσε να κάνει για να τιμήσει τη μνήμη της.
Και η Ελλάδα, όμως, θέλησε να βρει τρόπους να τιμήσει την καλλιτέχνιδα που την έκανε υπερήφανη στο εξωτερικό, εκδίδοντας γραμματόσημο «Τζίνα Μπαχάουερ» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, το 1981. Παρόμοιες ενέργειες πραγματοποιήθηκαν και στο εξωτερικό, με σημαντικότερη όλων την καθιέρωση του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου «Τζίνα Μπαχάουερ» στο Σολτ Λέικ Σίτυ των ΗΠΑ.
Το Ωδείο Αθηνών, πάντως, αν ισχύουν όσα λέγονται περί της διαθήκης της, σίγουρα την απογοήτευσε. Σύμφωνα με τη διαθήκη της, το σπίτι στο Χαλάνδρι μετά το θάνατό της θα περνούσε στην ιδιοκτησία του, προκειμένου να αξιοποιηθεί ως κέντρο εκπαίδευσης νέων μουσικών. Για αδιευκρίνιστους λόγους, παρέμεινε να καταστρέφεται στο χρόνο, χωρίς κανείς να το διεκδικήσει και να το σώσει από τη φθορά.
Σήμερα, 31 χρόνια μετά τον ξαφνικό θάνατο της Τζίνα Μπαχάουερ, το σπίτι της εξακολουθεί να αποτελεί πόλο έλξης για θαυμαστές της ή απλά… περίεργους. Δυστυχώς, παρά την ιστορική του αξία, δεν προσφέρεται για τουριστική ατραξιόν, μιας και οι κίνδυνοι στο εσωτερικό του είναι πολλοί: Από την κατάρρευση των τοίχων ή της εσωτερικής σκάλας μέχρι την παρουσία «περίεργων» θαμώνων που βρήκαν καταφύγιο στο εσωτερικό του.
Η Τζίνα Μπαχάουερ, πάντως, εξακολουθεί να βρίσκεται παντού στο σπίτι. Όσοι γνωρίζουν την ιστορία της, δεν έχουν την παραμικρή αμφιβολία επ’ αυτού. «Η μουσική είναι μια τέχνη που σου χαρίζει όμορφες στιγμές και απίστευτες εμπειρίες. Ωστόσο, απαιτεί συνεχώς να δίνεις και να δίνεις. Δε θέλει μετριότητες, θέλει να της αφιερώσεις ολόκληρη τη ζωή σου. Και σίγουρα χρειάζεται και λίγη τρέλα. Αν δεν είσαι λίγο τρελός, δε μπορείς να ακολουθήσεις αυτό το δρόμο», έλεγε.
Και σίγουρα ήταν. Για πολλούς, ίσως γι’ αυτό να επέλεξε να μη φύγει ποτέ από το Χαλάνδρι…
Το άγαλμά της –έργο του Δημήτριου Φιλιππότη, 1994- κοσμεί το πάρκο, ελάχιστα μέτρα από το σπίτι της, θυμίζοντας σε όλους πως η Τζίνα Μπαχάουερ -αν και δεν ήταν παιδί Ελλήνων-, λάτρεψε την Ελλάδα όσοι ελάχιστοι.