Βρυκόλακες ονομάζονταν οι νεκροί, που έβγαιναν τα βράδια από τους τάφους τους και βασάνιζαν τους ζωντανούς. Άλλοτε τους άνοιγαν τον λαιμό και ρουφούσαν το αίμα τους κι άλλοτε τους έπιαναν από το λαρύγγι και τους έσφιγγαν μέχρις αποπνιγμού.
Όσοι θανατώνονταν από βρυκόλακες, βρυκολάκιαζαν κι αυτοί μετά τον θάνατό τους. Ήταν, μάλιστα, παρατηρημένο ότι οι βρυκόλακες είχαν ιδιαίτερη προτίμηση στους συγγενείς τους κι αυτούς επέλεγαν τις περισσότερες φορές, για να τους βασανίσουν.
Οι βρυκόλακες δεν έλιωναν στον τάφο τους, επειδή ήταν αιρετικοί κι αφορισμένοι. Επομένως, όταν θάβονταν, δεν μπορούσαν να ησυχάσουν μέσα στο χώμα από τις αμαρτίες τους. Έτσι, έβγαιναν έξω και ξεσπούσαν στους ζωντανούς.
Τα γνωρίσματα των βρυκολάκων ήταν λίγα, αλλά φανερά. Τα πτώματά τους διατηρούνταν σώα και ακέραια μετά την ταφή τους, ενώ τα μέλη τους παρέμεναν συνήθως εύκαμπτα και τα μάτια τους, ανοιχτά. Ακόμη, τα μαλλιά, τα γένια και τα νύχια τους εξακολουθούσαν να μεγαλώνουν. Μερικοί βρυκόλακες αναγνωρίζονταν από το τρίξιμο, που ακουγόταν μες στο μνήμα τους, καθώς μασούσαν οτιδήποτε τους περιστοίχιζε. Κι όταν δεν έβρισκαν τίποτε άλλο να φάνε, έτρωγαν τις ίδιες τις σάρκες τους. Οι εμφανίσεις των βρυκολάκων συνήθως σταματούσαν, όταν τους ξέθαβαν, τους έκοβαν τα κεφάλια κι έκαιγαν το σώμα τους.
Υπήρχε, ωστόσο, ένα παράδοξο γιατρικό. Ο άνθρωπος, του οποίου το αίμα απομυζούσε ο βρυκόλακας, για να γλιτώσει από το μαρτύριό του, έπρεπε να αφαιρέσει αίμα από τις φλέβες του, να το ανακατέψει με χώμα παρμένο από τον τάφο του απέθαντου και να ραντιστεί με αυτό.
Οι πληγές που άφηνε ο νεκροζώντανος επάνω στο σώμα του θύματός του ήταν μικρές, γαλαζωπές ή κόκκινες κηλίδες, όμοιες περίπου με τα σημάδια που αφήνει στους ανθρώπους η βδέλλα.
Ένας Ισπανός χρονογράφος του Μεσαίωνα είχε καταγράψει μια συγκλονιστική περίπτωση βρυκόλακα στην περιοχή της Σερβίας.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1725, ένας γέρος εβδομήντα ετών, που τον έλεγαν Petar Blagojevich, από το χωριό Κιζίλοβα, πέθανε ξαφνικά, αφήνοντας πίσω του έναν μοναχογιό. Τρεις μέρες μετά την κηδεία του, ο νεκρός παρουσιάστηκε τη νύχτα στον γιο του και του γύρεψε να φάει. Αφού του έδωσε ό,τι ζητούσε, ο πεθαμένος έφαγε με λαιμαργία κι έπειτα, εξαφανίστηκε μες στο σκοτάδι.
Όταν ξημέρωσε, ο γιος του γέρου πήγε στους γείτονές του και τους διηγήθηκε τρέμοντας το περιστατικό, το οποίο, παρά τις διαβεβαιώσεις του, τούς φάνηκε απίστευτο.
Την τρίτη νύχτα, ξαναφάνηκε ο αποθανών, ζητώντας και πάλι τροφή. Δεν είναι γνωστό εάν ο γιος του τού έδωσε να φάει ή όχι. Πάντως, το πρωί, ο δύσμοιρος, βρέθηκε κι αυτός νεκρός, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του.
Την ίδια εκείνη μέρα, αρρώστησαν ακόμα οκτώ άτομα από το χωριό, που πέθαναν κι αυτά μέσα σε λίγες μέρες, το ένα μετά το άλλο, χωρίς καμία προφανή αιτία. Οι άρχοντες του τόπου, μόλις πληροφορήθηκαν τα διατρέξαντα, ανέφεραν το γεγονός στον δικαστή της περιφέρειας, ο οποίος απέστειλε στην Κιζίλοβα δυο αξιωματικούς κι έναν δήμιο, προς διενέργεια ανακρίσεως σχετικά με την υπόθεση.
Επακολούθησε το άνοιγμα των τάφων εκείνων που είχαν πεθάνει ανεξήγητα και είχαν θαφτεί πριν από εβδομάδες, χωρίς να παρατηρηθεί τίποτα το αξιοσημείωτο.
Όταν, όμως, έφτασαν στο μνήμα του γέρο-χωρικού Petar Blagojevich, τον βρήκαν με τα μάτια ορθάνοιχτα να τους κοιτάζει. Το χρώμα του προσώπου του ήταν ρόδινο, τα μαλλιά του και τα γένια του είχαν μεγαλώσει και, αν και παρουσίαζε πλήρη νεκρική ακαμψία, η αναπνοή του ήταν φυσικότατη!
Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι ο Petar Blagojevich είχε γίνει βρυκόλακας. Για να τον εξορκίσει, λοιπόν, ο δήμιος, έμπηξε στην καρδιά του έναν πάσσαλο, άναψαν φωτιά και έκαψαν τη σορό του.
Η υπόθεση του βρυκόλακα Blagojevich είχε επιβεβαιωθεί από Αυστριακούς Αξιωματούχους της περιοχής.
Μια άλλη παρόμοια περίπτωση ήταν αυτή του αρματολού Arnold Paole, από το χωριό Meduegna της Σερβίας, όπου το 1726 σκοτώθηκε σε μια συμπλοκή. Λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του, είχε πέσει στα μιαρά χέρια ενός βρυκόλακα, κοντά στα σύνορα της Σερβίας και είχε υποστεί τα πάνδεινα, μέχρι να καταφέρει να του ξεφύγει.
Τριάντα μέρες ακριβώς από την ταφή του Arnold Paole, ξέσπασε μια ολέθρια επιδημία μυστηριωδών θανάτων, κατά την οποία 17 συγχωριανοί του απεβίωσαν, φέροντας παράδοξα σημάδια στον λαιμό τους και παρουσιάζοντας ενδείξεις στραγγαλισμού.
Ο διοικητής της περιοχής, στον οποίον αναφέρθηκαν τα παραπάνω, διέταξε την άμεση εκταφή του πτώματος του Arnold Paole και την ενδελεχή εξέτασή του από γιατρό, σαράντα μέρες μετά τον ενταφιασμό του.
Αφού τον ξέθαψαν, είδαν κατάπληκτοι και συγκλονισμένοι πως τα μαλλιά, τα γένια και τα νύχια του είχαν μεγαλώσει και ότι από τις φλέβες του έτρεχε διαρκώς αίμα στο σάβανο, με το οποίο ήταν τυλιγμένος. Έτσι, του έμπηξαν έναν πάσσαλο στην καρδιά και ο βρυκολακιασμένος Paole έβγαλε μια δυνατή, φρικιαστική κραυγή, που τους πάγωσε από τον τρόμο.
Τα ίδια έγιναν και με τέσσερις άλλους νεκρούς, για να μη μεταμορφωθούν κι εκείνοι σε απέθαντα δαιμόνια. Μάλιστα, σε διάστημα τριών μηνών, προσεβλήθησαν και θανατώθηκαν δεκαεφτά άνθρωποι κάθε ηλικίας από τον υποχθόνιο νεκροζώντανο.
Μια γυναίκα, λίγες μέρες πριν ξεψυχήσει, ξύπνησε κατά τα μεσάνυχτα, τρέμοντας ολόκληρη από τον πανικό, ισχυριζόμενη ότι της είχε επιτεθεί στον ύπνο της ένας νεκρός γείτονάς της και αποπειράθηκε να την αρπάξει απ’ τον λαιμό. Επιπλέον, είχε εξακριβωθεί ότι ο βρυκόλακας Arnold Paole είχε επιτεθεί και σε πολλά ζώα, τα οποία τα είχε σκοτώσει κι αυτά.
Ένας ακόμη βρυκόλακας φαίνεται πως υπήρξε στο χωριό Βαρμπόσκα της Βουλγαρίας, το 1816. Ένας περιηγητής έγραφε πως μόλις έφτασε στο συγκεκριμένο χωριό μες στη νύχτα, τον φιλοξένησε ένας πλούσιος προύχοντας, ονομαζόμενος Πογλονόβιτς. Ο αρχοντοχωριάτης αυτός είχε μιαν όμορφη και νέα γυναίκα, αλλά και μια πολύ χαριτωμένη κόρη, δεκαέξι μόλις ετών.
Μόλις τελείωσε το δείπνο τους, οι γυναίκες αποχώρησαν και ο περιηγητής με τον οικοδεσπότη απόμειναν να συζητούν. Έξαφνα, η συνομιλία τους διακόπηκε από σπαρακτικές κραυγές, που προέρχονταν από τον κοιτώνα των γυναικών. Οι δυο άντρες, που κατέφτασαν τρέχοντας, αντίκρισαν ένα οικτρό θέαμα. Η οικοδέσποινα, ωχρή και λυσίκομη, κρατούσε στην αγκαλιά της την κόρη της, που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και φώναζε έντρομη: “Ένας βρυκόλακας! Ένας βρυκόλακας! Η δύσμοιρη κορούλα μου!”
Όταν, ύστερα από πολλές προσπάθειες, κατόρθωσαν να τη συνεφέρουν, τούς διηγήθηκε η νεαρή κοπέλα πως είχε δει εντελώς ξαφνικά έναν άνθρωπο κατάχλομο, τυλιγμένο με σάβανα, να μπαίνει μέσα από το παράθυρό της. Ευθύς, ρίχτηκε επάνω της με παράφορη ορμή και τη δάγκωσε στον λαιμό, προσπαθώντας να την πνίξει. Πιθανώς φοβήθηκε από τις φωνές της κοπέλας και τράπηκε σε βεβιασμένη φυγή, πριν προλάβει να ολοκληρώσει το ειδεχθές έργο του.
Αν και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του νυχτερινού εισβολέα δε φάνηκαν καθαρά, η σοκαρισμένη θυγατέρα, εν τούτοις, νόμισε ότι αναγνώρισε κάποιον συγχωριανό της, που, όμως, είχε πεθάνει δέκα μέρες πριν.
Οι γονείς της, τότε, φρόντισαν να κρεμάσουν στο σπίτι όσα φυλαχτά διέθεταν. Η υπόλοιπη νύχτα κύλησε με ανησυχία και ταραχή.
Μόλις ξημέρωσε, όλοι οι άντρες του χωριού, αφού ενημερώθηκαν για το γεγονός, οπλίστηκαν με τουφέκια και χαντζάρια, οι γυναίκες με πυρωμένα σίδερα, τα παιδιά με ραβδιά και κατευθύνθηκαν σύσσωμοι προς το νεκροταφείο, με ξεφωνητά και κατάρες εναντίον του νεκρού συγχωριανού τους. Μόλις σήκωσαν το σκέπασμα του φέρετρου, έριξαν πάνω στο κεφάλι του με μιας τουλάχιστον είκοσι πυροβολισμούς, που το διέλυσαν, σκορπίζοντας ολόγυρα τα μακάβρια κομμάτια.
Συγχρόνως, ο πατέρας και οι στενοί συγγενείς της κοπέλας άρχισαν να χτυπούν με μανία τον νεκρό με τα πλατύστομα μαχαίρια τους, ενώ οι γυναίκες έβαφαν στο αίμα του ένα πανί, για να τρίψουν ύστερα με αυτό τον λαιμό της άρρωστης, ώστε να ιαθεί.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 03/04/1932…